Ο όρος "lowermost casing head" είναι ονομασία και συνδυάζει δύο ουσιαστικά ("lowermost" και "casing head").
/ləʊərˌmoʊst ˈkeɪsɪŋ hɛd/
Ο όρος "lowermost casing head" αναφέρεται στο χαμηλότερο τμήμα της κεφαλής ενός περιβλήματος (casing) σε γεωτρήσεις πετρελαίου ή φυσικού αερίου. Η κεφαλή του περιβλήματος είναι το τμήμα που εξέρχεται από το έδαφος και συνδέει τις σωληνώσεις με την επιφανειακή εγκατάσταση. Είναι κομβικό σημείο για την ασφαλή και αποδοτική λειτουργία της γεώτρησης.
Η χρήση του όρου είναι κυρίως τεχνική και εμφανίζεται συχνά σε γραπτό πλαίσιο, όπως τεχνικές προδιαγραφές και αναφορές.
Ο μηχανικός εξέτασε το χαμηλότερο κεφαλή περίστροφου για ενδείξεις φθοράς.
A leak was detected at the lowermost casing head, requiring immediate repairs.
Δεν υπάρχουν πολλές κοινές ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν τον όρο "lowermost casing head", καθώς είναι ειδικός τεχνικός όρος. Ωστόσο, μπορούμε να δημιουργήσουμε προτάσεις με άλλους όρους που σχετίζονται με τη γεώτρηση.
Όταν γεωτρείτε βαθιές πηγές, η εξασφάλιση της ακεραιότητας του κεφαλή περιβλήματος είναι κρίσιμη.
Regular maintenance of the casing head can prevent costly leaks.
Η τακτική συντήρηση της κεφαλής του περιβλήματος μπορεί να αποτρέψει δαπανηρές διαρροές.
The durability of the casing head can significantly affect production efficiency.
Ο όρος "lowermost" προέρχεται από την Αγγλοσαξωνική γλώσσα, όπου "lower" σημαίνει "χαμηλότερος" και "-most" δηλώνει τον υπερθετικό βαθμό. Ο όρος "casing" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "caisse", που σημαίνει "κουτί" ή "περίβλημα". Ο όρος "head" (κεφαλή) χρησιμοποιείται σε διάφορες τεχνικές εκφράσεις για να υποδηλώσει το τμήμα που συνδέει ή ελέγχει άλλες συσκευές.
Συνώνυμα: - Base casing head - Bottom casing head
Αντώνυμα: - Upper casing head - Top casing head