Το "lubricated gasoline" είναι ένα Ουσιαστικό.
/lubrɪˌkeɪtɪd ˈɡæsəˌliːn/
"Lubricated gasoline" αναφέρεται σε μια μορφή βενζίνης που έχει προστεθεί ένα λιπαντικό υλικό. Αυτή η μίξη προορίζεται για τη μείωση της τριβής και της φθοράς στις μηχανές εσωτερικής καύσης. Η χρήση λιπαντικών σε καύσιμα μπορεί να είναι κοινή στηρίζεται σε συγκεκριμένες εφαρμογές, όπως οι κινητήρες μικρής ισχύος και οι θαλάσσιες εφαρμογές.
Στη γλώσσα των Αγγλικών, το "lubricated gasoline" δεν είναι πολύ συχνά. Χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά ή ειδικά πλαίσια. Συνήθως, συναντάται περισσότερο σε γραπτά κείμενα, όπως άρθρα σχετικά με τη μηχανική ή τη βιομηχανία ενέργειας.
Η λαδωμένη βενζίνη μπορεί να βελτιώσει την απόδοση του κινητήρα σε συγκεκριμένες συνθήκες.
Some small engines require lubricated gasoline to function properly.
Ορισμένοι μικροί κινητήρες απαιτούν λαδωμένη βενζίνη για να λειτουργούν σωστά.
Using lubricated gasoline might help reduce wear and tear on internal components.
Αν και το "lubricated gasoline" δεν είναι συνηθισμένο σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, μπορείτε να το συνδέσετε με πιο ευρείες έννοιες σχετικές με την μηχανική και τη συντήρηση.
"Η λειτουργία με λαδωμένη βενζίνη σημαίνει πιο ομαλή λειτουργία."
"For optimal performance, ensure that you are using lubricated gasoline in your engine."
"Για βέλτιστη απόδοση, βεβαιωθείτε ότι χρησιμοποιείτε λαδωμένη βενζίνη στον κινητήρα σας."
"Switching to lubricated gasoline could save on maintenance costs."
Η λέξη "lubricated" προέρχεται από το λατινικό "lubricatus", το οποίο σημαίνει "λίπος" ή "γλιστερό". Η λέξη "gasoline" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "gas-oil" και αναφέρεται σε ένα μείγμα υδρογονανθράκων που χρησιμοποιείται ως καύσιμο.
Συνώνυμα: - Lubricated fuel (λαδωμένο καύσιμο) - Oil-infused gasoline (βενζίνη με έλαιο)
Αντώνυμα: - Unlubricated gasoline (μη λαδωμένη βενζίνη) - Dry gasoline (ξηρή βενζίνη)