Ουσιαστικό
/lubrɪˈkeɪtɪŋ ɡʌn/
Ο όρος "lubricating gun" αναφέρεται σε ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται για την εφαρμογή λιπαντικών σε μηχανικές επιφάνειες. Αυτά τα εργαλεία επιτρέπουν την ακριβή εφαρμογή λιπαντικών (όπως γράσο ή λάδι) για να μειωθεί η τριβή και να παραταθεί η διάρκεια ζωής των μηχανισμών. Χρησιμοποιούνται συχνά σε βιομηχανικά και αυτοκινητοβιομηχανικά περιβάλλοντα. Ο όρος χρησιμοποιείται περισσότερο σε τεχνικά και γραπτά πλαίσια, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο στην κατά περίπτωση τεχνική συζήτηση.
Ο μηχανικός χρησιμοποίησε ένα πιστόλι λίπανσης για να εφαρμόσει γράσο στα κινούμενα μέρη της μηχανής.
It's essential to have a lubricating gun for maintaining machinery in good condition.
Ο όρος "lubricating gun" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε επαγγελματικά ή τεχνικά συμφραζόμενα. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Ελέγξτε πάντα το πιστόλι λίπανσης πριν ξεκινήσετε την εργασία επισκευής.
A good lubricating gun can make a maintenance job much easier.
Ένα καλό πιστόλι λίπανσης μπορεί να διευκολύνει πολύ την εργασία συντήρησης.
Proper usage of a lubricating gun can prevent costly machine failures.
Η φράση "lubricating gun" προέρχεται από το αγγλικό "lubricate" που σημαίνει "λιπαίνω", με την κατάληξη -ing, η οποία υποδεικνύει τη διαδικασία. Ο όρος "gun" λειτουργεί ως υπαινιγμός για τη μορφή του εργαλείου που χρησιμοποιεί πίεση για την εφαρμογή του λιπαντικού.
Συνώνυμα: - Grease gun (πιστόλι γράσου) - Oil can (κανάτα λαδιού)
Αντώνυμα: - Dry (ξηρός) - Unlubricated (μη λιπανμένο)