Ρήμα / Επίθετο
/lʌmbərɪŋ/
Η λέξη "lumbering" αναφέρεται συνήθως σε μια αργή και βαριά κίνηση, σαν αυτή ενός ζώου (όπως ένας ελέφαντας) ή ενός αντικειμένου. Χρησιμοποιείται και ως ρήμα που σημαίνει "να κινείται με δυσκολία".
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάτι που κινείται αργά ή με δυσκολία, είτε πρόκειται για πρόσωπα είτε για αντικείμενα. Είναι πιο συχνή στη γραπτή μορφή, ειδικά σε περιγραφές.
Είναι σχετικά πιο συνηθισμένο σε γραπτά κείμενα με περιγραφές λεπτομερειών ή χαρακτηριστικών, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
The lumbering bear made its way through the forest.
Ο αργοκίνητος αρκούδος προχωρούσε μέσα στο δάσος.
He walked with a lumbering gait that seemed both funny and awkward.
Περπατούσε με έναν αργό τρόπο που φαινόταν ταυτόχρονα αστείος και άκομψος.
The lumbering truck struggled up the steep hill.
Το αργοκίνητο φορτηγό αγωνιζόταν να ανέβει τον απότομο λόφο.
Η λέξη "lumbering" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, αλλά μπορούν να δημιουργηθούν παραδείγματα την περιγραφή κινητικών χαρακτηριστικών:
The lumbering elephant was the star of the show.
Ο αργοκίνητος ελέφαντας ήταν το αστέρι της παράστασης.
His lumbering movements on the dance floor drew laughter from his friends.
Οι αργές κινήσεις του στην πίστα χορού προκάλεσαν γέλια από τους φίλους του.
The lumbering ship struggled through the stormy waters.
Το αργοκίνητο πλοίο αγωνιζόταν μέσα στα θορυβώδη νερά της καταιγίδας.
She had a lumbering approach to solving problems that made her seem outdated.
Είχε μια αργοκίνητη προσέγγιση στην επίλυση προβλημάτων που την έκανε να φαντάζει ξεπερασμένη.
Η λέξη "lumber" προέρχεται από την παλαιά αγγλική "lumbere" και πηγαίνει πίσω στο μεσαίωνα, ενώ η ετυμολογία της σχετίζεται με την έννοια του βαρύ και ογκώδους ξύλου.