Επίθετο
/ˈlʌmpən/
Ο όρος "lumpen" αναφέρεται σε άτομα ή ομάδες που βρίσκονται στο κατώτερο κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, συχνά χωρίς συγκεκριμένη πολιτική ή κοινωνική συνείδηση. Χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει ανθρώπους που ζουν περιθωριοποιημένα ή άτομα που δεν συμμετέχουν στην κανονική οικονομία ή κοινωνία.
Η λέξη προέρχεται από τον «lumpenproletariat», που αναφέρεται σε ένα υποσύνολο του προλεταριάτου που είναι κοινωνικά περιθωριοποιημένο.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο, ειδικά σε πολιτικές ή κοινωνιολογικές αναλύσεις.
The lumpen population in the city struggles to find stable employment.
(Ο λούμπεν πληθυσμός στην πόλη αγωνίζεται να βρει σταθερή απασχόληση.)
Many lumpen groups exist outside the traditional social structures.
(Πολλές λούμπεν ομάδες υπάρχουν έξω από τις παραδοσιακές κοινωνικές δομές.)
Activists aim to raise awareness about the rights of the lumpen.
(Οι ακτιβιστές στοχεύουν να ευαισθητοποιήσουν για τα δικαιώματα των λούμπεν.)
Ο όρος "lumpen" δεν έχει πολλές κοινές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να περιγράψει καταστάσεις ή κοινωνικές συνθήκες.
The lumpen element of society often feels neglected by the government.
(Το λούμπεν στοιχείο της κοινωνίας συχνά νιώθει παραμελημένο από την κυβέρνηση.)
Addressing the issues faced by the lumpen class is crucial for social improvement.
(Η αντιμετώπιση των ζητημάτων που αντιμετωπίζει η λούμπεν τάξη είναι κρίσιμη για τη κοινωνική βελτίωση.)
The lumpen culture has its own unique identity within the urban landscape.
(Η λούμπεν κουλτούρα έχει τη δική της μοναδική ταυτότητα μέσα στο αστικό τοπίο.)
Η λέξη "lumpen" προέρχεται από τη γερμανική λέξη "lumpen" που σημαίνει "παλιό ρούχο" ή "λεκές", δηλώνοντας κατά κάποιον τρόπο την ιδέα των ατόμων που είναι κοινωνικά και οικονομικά "υποβαθμισμένα".
Συνώνυμα: - παρίες - περιθωριοποιημένοι
Αντώνυμα: - ευγενείς - οικονομικά ισχυροί - προνομιούχοι