Lumpish: Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι αδέξιος ή κοινωνικά ανώριμος, συνήθως με μια αίσθηση βαρεμάρας ή αδιαφορίας.
Boor: Αναφέρεται σε κάποιον που συμπεριφέρεται αγενώς ή αδυσώπητα, χωρίς ευγένεια ή κοινωνικούς τρόπους.
Φrequency χρήσης: Αυτές οι λέξεις χρησιμοποιούνται πιο συχνά σε γραπτούς κείμενα ή σε λογοτεχνικά έργα, σε αντίθεση με τον καθημερινό προφορικό λόγο.
Ενεργούσε με αδέξιο τρόπο κατά τη διάρκεια της συνάντησης.
That boor doesn’t understand the importance of polite conversation.
Εκείνος ο αγροίκος δεν καταλαβαίνει τη σημασία της ευγενικής συζήτησης.
Her lumpish attitude made it difficult for her to make friends.
"Μην είσαι τόσο αδέξιος αγροίκος στο πάρτι."
"He may seem lumpish, but he has a good heart."
"Μπορεί να φαίνεται αδέξιος, αλλά έχει καλή καρδιά."
"I can't stand boors who interrupt others."
"Δεν μπορώ να αντέξω τους αγροίκους που διακόπτουν τους άλλους."
"She found his lumpish behavior off-putting."
"Βρήκε τη μπερδεμένη συμπεριφορά του αντιπαθητική."
"Being a boor is not a way to get friends."
Lumpish: Προέρχεται από τη λέξη "lump", που σημαίνει "κόμπος" ή "μαζεμένος", με το επίθημα “-ish”, υποδηλώνοντας κάτι που σχετίζεται με το κράτημα ή την κατάσταση του να είναι μαζεμένος ή χωρίς ενέργεια.
Boor: Πηγή της λέξης μπορεί να αναζητηθεί στη μέση αγγλική γλώσσα από τη λέξη "bur", που χρησιμοποιόταν για να περιγράψει έναν χωρικό ή έναν αγρότη, με αρνητικές συσχετίσεις σχετικά με την ευγένεια.
Boor: oaf, bumpkin
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση των λέξεων "lumpish" και "boor" στη γλώσσα Αγγλικά.