Επίθετο (Adjective)
/ˈlʌm.pi/
Η λέξη "lumpy" περιγράφει μια επιφάνεια ή ουσία που έχει ανωμαλίες ή ανασηκώσεις, κάτι που δεν είναι ομοιόμορφο ή λείο. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει τρόφιμα ή υλικά που δεν έχουν ομοιογενή υφή. Αγοράζοντας τρόφιμα, μπορεί να αναφέρεται σε κάτι που έχει κομμάτια ή θρόισμα που ξεφεύγει από το "κανονικό" επίπεδο.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε περιγραφές.
Η τούρτα βγήκε λίγο γκρέμισμα λόγω της υπερ-ανάμειξης.
She served a lumpy mashed potato that was hard to eat.
Σέρβιρε έναν σκαμμένο πουρέ πατάτας που ήταν δύσκολο να φαγωθεί.
The painting had a lumpy texture that gave it a unique character.
Η λέξη "lumpy" δεν είναι ιδιαίτερα συχνά χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις που μπορεί να εμφανιστεί:
Το λεωφορείο είχε μια ανώμαλη διαδρομή μέσα από την εξοχή.
Lumpy gravy - Referring to gravy that is not smooth due to the presence of lumps.
Προτιμώ τη σάλτσα μου να είναι λεία, όχι γκρέμισμα.
Lumpy mattress - Describing a mattress that has become uneven and uncomfortable.
Η λέξη "lumpy" προέρχεται από την παλιά αγγλική λέξη "lump", που σημαίνει "κομμάτι" ή "σκαμπανέβασμα". Το suffix "-y" προστίθεται για να σχηματίσει ένα επίθετο.