lung-fever: Ουσιαστικό
/lʌŋ ˈfiːvər/
Η λέξη "lung-fever" αναφέρεται γενικά σε φλεγμονή ή λοίμωξη στους πνεύμονες, συνήθως περιλαμβάνει αναφορές σε κατάστασεις όπως η πνευμονία. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά κείμενα και αναφορές και λιγότερο στους καθημερινούς διαλόγους. Ο όρος δεν είναι πολύ συχνός στον προφορικό λόγο αλλά μπορεί να εμφανίζεται περιστασιακά, όταν αναφέρονται ανατομικές ή ιατρικές καταστάσεις.
Ο ασθενής διαγνώστηκε με πνευμονία μετά την εξέταση.
Lung-fever can be a serious condition if not treated promptly.
Η πνευμονία μπορεί να είναι σοβαρή κατάσταση αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα.
He suffered from lung-fever during the winter months.
Αν και ο όρος "lung-fever" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενος σε ιδιωματικές εκφράσεις, υπάρχουν κάποιες σχετικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη "lung". Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Να έχεις πνευμόνια από ατσάλι. (Να είσαι ικανός να αντέχεις δύσκολες καταστάσεις)
Use your lungs.
Χρησιμοποιήστε τους πνεύμονές σας. (Φωνάξτε ή μιλήστε δυνατά)
Whatever floats your lungs.
Ό,τι επιπλέει στους πνεύμονές σας. (Κάντε αυτό που αγαπάτε)
Lung cancer is a serious threat to many smokers.
Η λέξη "lung" προέρχεται από τον παλαιό αγγλικό όρο "lunge", που αποδίδεται στην άγνωστη προέλευση, ενώ "fever" έχει λατινικές ρίζες από τη λέξη "febris" που σημαίνει θερμότητα.
Συνώνυμα: - Pneumonia - Respiratory infection
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα για τον ιατρικό όρο "lung-fever", αλλά μπορεί να αναφέρονται υγιείς καταστάσεις ή κανονικές αναπνευστικές λειτουργίες.