Luster είναι ουσιαστικό.
/ˈlʌstər/
Η λέξη luster αναφέρεται στη φωτεινότητα ή τη λάμψη που έχει μια επιφάνεια, ειδικά όταν αυτή αντικατοπτρίζει το φως. Χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει μια γενική αίσθηση ή ποιότητα λάμψης και ομορφιάς. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό, αν και μπορεί να έχει περισσότερη απήχηση σε ευρύτερα, λογοτεχνικά πλαίσια ή στην τέχνη και τη φλυαρία.
Το διαμάντι λάμπει με μια απίστευτη λάμψη.
The luster of the polished wood added elegance to the room.
Η γυαλάδα του γυαλισμένου ξύλου προσέθεσε κομψότητα στο δωμάτιο.
She wore a dress that had a beautiful luster in the light.
Η λέξη luster χρησιμοποιείται σπανίως σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρεθεί σε τέτοιες περιπτώσεις:
Η λάμψη της νεότητας φ fades over time.
Lose luster
Μετά από χρόνια παραμέλησης, το αυτοκίνητο έχασε τη λάμψη του.
Luster and shine
Η λέξη luster προέρχεται από το λατινικό "lustrare", που σημαίνει "να φωτίσει" ή "να καθαρίσει", και σχετίζεται με την ιδέα της λάμψης ή της φωτεινότητας.
Συνώνυμα: - gloss - sheen - sparkle
Αντώνυμα: - dullness - obscurity - drabness