luteal hormone - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

luteal hormone (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ο όρος "luteal hormone" (ορμόνη του ωχρού σώματος) αναφέρεται σε ουσία που εκκρίνεται από το ωχρό σώμα, το οποίο σχηματίζεται στην ωοθήκη μετά την ωορρηξία.

Φωνητική μεταγραφή

/ljuːˈtiːəl ˈhɔːrmoʊn/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία

Η λουτεϊνική ή ωχρινική ορμόνη παίζει καθοριστικό ρόλο στη ρύθμιση του εμμηνορροϊκού κύκλου και στη διατήρηση της εγκυμοσύνης. Ενεργοποιεί την προετοιμασία του ενδομητρίου για την εμφύτευση ενός εμβρύου. Η ταυτοποίησή της είναι σημαντική για τη διάγνωση γυναικολογικών προβλημάτων.

Χρήση στη γλώσσα: Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και ιατρικά κείμενα, καθώς και σε συζητήσεις σχετικά με τη γυναικεία αναπαραγωγή.

Συχνότητα χρήσης: Η χρήση του είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, όπως ερευνητικά άρθρα και ιατρικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The luteal hormone rises after ovulation.
  2. Η ωχρινική ορμόνη αυξάνεται μετά την ωορρηξία.

  3. Measuring luteal hormone levels can help diagnose fertility issues.

  4. Η μέτρηση των επιπέδων της ωχρινικής ορμόνης μπορεί να βοηθήσει στη διάγνωση προβλημάτων γονιμότητας.

  5. Low levels of luteal hormone may indicate a hormonal imbalance.

  6. Χαμηλά επίπεδα ωχρινικής ορμόνης μπορεί να υποδηλώνουν ορμονική ανισορροπία.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "luteal hormone" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, η κατανόηση της σημασίας της είναι απαραίτητη στο πλαίσιο γυναικείας υγείας και αναπαραγωγής.

  1. Monitoring luteal hormone is crucial for determining pregnancy success.
  2. Η παρακολούθηση της ωχρινικής ορμόνης είναι κρίσιμη για τον προσδιορισμό της επιτυχίας της εγκυμοσύνης.

  3. Disruptions in the luteal hormone cycle can lead to menstrual irregularities.

  4. Οι διαταραχές στον κύκλο της ωχρινικής ορμόνης μπορεί να οδηγήσουν σε εμμηνορροϊκές ανωμαλίες.

  5. A deficiency in luteal hormone may result in difficulty maintaining a pregnancy.

  6. Η ανεπάρκεια της ωχρινικής ορμόνης μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα δυσκολία στη διατήρηση μιας εγκυμοσύνης.

Ετυμολογία

Ο όρος "luteal" προέρχεται από το λατινικό "luteus" που σημαίνει "κίτρινος", αναφερόμενος στο ωχρό σώμα (corpus luteum), ενώ ο όρος "hormone" προέρχεται από την ελληνική λέξη "ὁρμή" που σημαίνει "κίνητρο".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Progesterone (προγεστερόνη) - είναι η κύρια ορμόνη που σχετίζεται με την ωχρινική ορμόνη.

Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν απαραίτητα αντίθετες έννοιες, αλλά μπορεί να θεωρηθούν οι ορμόνες που μειώνουν την δραστηριότητα του ωχρού σώματος ή αυξάνουν τη γονιμότητα, όπως οι αυξητικές ορμόνες (follicle-stimulating hormone, FSH).

Αυτές οι πληροφορίες ελπίζω να σας φανούν χρήσιμες!



25-07-2024