Luxurious είναι επίθετο.
[ˌlʌkˈʒʊəriəs]
Η λέξη luxurious αναφέρεται σε κάτι που είναι πλούσιο, άνετο ή που παρέχει υψηλή ποιότητα και άνεση. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει προϊόντα, υπηρεσίες ή μέρη που προσφέρουν υπερβολή ή πλούτο. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και ενδέχεται να είναι πιο κοινή σε γραπτά που σχετίζονται με τη μόδα, τον τουρισμό και τον τρόπο ζωής.
The hotel offers a luxurious stay with breathtaking views.
Το ξενοδοχείο προσφέρει μια πολυτελή διαμονή με εκπληκτική θέα.
She wore a luxurious silk dress at the gala.
Φ wore ένα πολυτελές μεταξωτό φόρεμα στη γκαλά.
Many people dream of living in a luxurious mansion.
Πολλοί άνθρωποι ονειρεύονται να ζουν σε μια πολυτελή έπαυλη.
Η λέξη luxurious δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις ή φράσεις για να δημιουργήσει εκφράσεις που υποδηλώνουν πολυτέλεια. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
Living a luxurious lifestyle
Οι άνθρωποι που απολαμβάνουν μια πολυτελή ζωή συχνά ξοδεύουν μεγάλα ποσά χρημάτων σε ρούχα, φαγητό και ταξίδια.
(People who enjoy a luxurious lifestyle often spend large amounts of money on clothes, food, and travel.)
A luxurious spa treatment
Πολλές γυναίκες προτιμούν μια πολυτελή εμπειρία σπα για να χαλαρώσουν και να ανανεωθούν.
(Many women prefer a luxurious spa experience to relax and rejuvenate.)
Luxurious accommodations
Τα πολυτελή καταλύματα προσφέρουν όλα τα ανέσεις για μια άνετη διαμονή.
(Luxurious accommodations provide all the amenities for a comfortable stay.)
Indulging in luxurious pleasures
Μερικοί άνθρωποι απολαμβάνουν να αφεθούν σε πολυτελείς απολαύσεις, όπως η υψηλή κουζίνα και οι σπα.
(Some people enjoy indulging in luxurious pleasures, like fine dining and spas.)
Η λέξη luxurious προέρχεται από το Λατινικό luxuriosus, που σημαίνει «πλουσιοπάροχος» ή «αχαλίνωτος», το οποίο συνδέεται με τη ρίζα luxuria, που σημαίνει «πολυτελή ζωή».
Συνώνυμα: - ευάερος - πολυτελής - πλούσιος
Αντώνυμα: - φτωχός - απλός - ταπεινός