Λέξη: Lyddite
Μέρος του λόγου: Ουσιαστικό
Φωνητική μεταγραφή: /ˈlɪdəˌtaɪt/
Μετάφραση: Λυδώτιτ, λιθιδίτης
Το λυδώτιτ είναι μία μορφή εκρηκτικής ουσίας που σχεδιάστηκε για να χρησιμοποιείται σε πυρομαχικά. Ιστορικά, σχετίζεται με τη χρήση του στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου είχε αναγνωριστεί για την ισχυρή εκρηκτική του δύναμη.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Το λυδώτιτ χρησιμοποιείται κυρίως σε στρατιωτικά και χημικά συμφραζόμενα.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται σχετικά λιγότερο συχνά, κυρίως σε επιστημονικά και στρατιωτικά κείμενα, παρά στον προφορικό λόγο.
"The artillery shell was filled with Lyddite for maximum impact."
"Η κασέτα του πυροβολικού ήταν γεμάτη με λυδώτιτ για μέγιστο αντίκτυπο."
"Developments in Lyddite production changed the face of warfare."
"Οι εξελίξεις στην παραγωγή λυδώτιτ άλλαξαν τη φύση του πολέμου."
"During the war, many countries experimented with Lyddite as a more powerful explosive."
"Κατά τη διάρκεια του πολέμου, πολλές χώρες πειραματίστηκαν με το λυδώτιτ ως πιο ισχυρό εκρηκτικό."
Το λυδώτιτ περιορίζεται σε τεχνικά και στρατιωτικά συμφραζόμενα και δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, σχετικές εκφράσεις θα μπορούσαν να είναι οι ακόλουθες:
"Using Lyddite in artillery significantly increases lethality."
"Η χρήση λυδώτιτ σε πυροβολικό αυξάνει σημαντικά την θνησιμότητα."
"The secret to their success lay in the utilization of Lyddite."
"Το μυστικό της επιτυχίας τους βρισκόταν στη χρησιμοποίηση λυδώτιτ."
"The military's reliance on Lyddite shaped operational strategies."
"Η εξάρτηση του στρατού από το λυδώτιτ διαμόρφωσε τις στρατηγικές επιχειρήσεων."
Η λέξη "lyddite" προέρχεται από το όνομα της πόλης Lydd, στην Αγγλία, όπου αναπτύχθηκε αρχικά, συνδυασμένη με την κατάληξη "-ite" που χρησιμοποιείται συχνά για την ονομασία ορυκτών και εκρηκτικών.
Συνώνυμα:
- TNT (Τρινοτρολουένιο)
- RDX (Cyclonite)
Αντώνυμα:
- Non-explosive materials (Μη εκρηκτικά υλικά)
- Safe substances (Ασφαλή υλικά)