"Lysozyme" είναι ουσιαστικό.
/ˈlaɪ.səʊˌziːm/
Η λυσοζύμη είναι ένα ένζυμο που βρίσκεται σε διάφορες βιολογικές εκκρίσεις, όπως το σάλιο, τα δάκρυα και τον ορό του αίματος. Έχει την ικανότητα να διασπά τα βακτήρια, καταστρέφοντας το κυτταρικό τους τοίχωμα. Χρησιμοποιείται συχνά στη βιολογία και τη φαρμακευτική.
Η "lysozyme" χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά κείμενα και βιολογικές μελέτες. Υπάρχει συχνή χρήση και σε προφορικό λόγο, κυρίως σε επαγγελματικά και ακαδημαϊκά περιβάλλοντα.
"Η λυσοζύμη στο ανθρώπινο δάκρυ βοηθά στην προστασία από βακτηριακές λοιμώξεις."
"Researchers are studying the effectiveness of lysozyme as a natural preservative."
"Οι ερευνητές μελετούν την αποτελεσματικότητα της λυσοζύμης ως φυσικού συντηρητικού."
"Lysozyme can be found in egg whites, where it serves as a defense mechanism."
Η λέξη “lysozyme” δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή γλώσσα, λόγω της επιστημονικής της φύσης. Ωστόσο, παρακάτω είναι μερικές φράσεις σχετικές με την πρακτική και εφαρμογή της:
"Η λυσοζύμη λειτουργεί ως το φυσικό αντιβιοτικό στα σωματικά υγρά."
"Due to its properties, lysozyme is often used in the food industry to enhance shelf life."
"Λόγω των ιδιοτήτων της, η λυσοζύμη χρησιμοποιείται συχνά στη βιομηχανία τροφίμων για να ενισχύσει τη διάρκεια ζωής."
"The presence of lysozyme in saliva plays a crucial role in oral health."
Η λέξη "lysozyme" προέρχεται από την ελληνική λέξη "lysis" που σημαίνει "διάσπαση" και "zyme," που προέρχεται από την ελληνική λέξη "zymē" που σημαίνει "μαγιά" ή "ένζυμο." Δείχνει τη λειτουργία του ενζύμου στη διάσπαση βακτηρίων.
Αυτή η παρουσίαση παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "lysozyme" και της σημασίας της.