Ο όρος "lytic bacteriophage" είναι μια φράση που περιλαμβάνει δύο λέξεις. Στην επιστημονική ορολογία, αναφέρεται συνήθως σε ένα ουσιαστικό.
/lɪtɪk bæktɪrɪfəʊdʒ/
Ο λυτικός βακτηριοφάγος (lytic bacteriophage) είναι ένας τύπος ιού που επιτίθεται σε βακτήρια και προκαλεί την λύση τους. Η χρήση του όρου συναντάται κυρίως στον τομέα της μικροβιολογίας και της βιοτεχνολογίας. Ο λυτικός βακτηριοφάγος εισέρχεται στα βακτηρίδια, αναπαράγεται μέσα τους και τελικά προκαλεί την καταστροφή τους. Οι λυτικοί φάγοι είναι σημαντικοί για τη ρύθμιση των βακτηριακών πληθυσμών και έχουν εφαρμογές ως θεραπευτικά εργαλεία.
Η φράση "lytic bacteriophage" χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά κείμενα και άρθρα που σχετίζονται με τη μικροβιολογία, τη γενετική και θεραπευτικές στρατηγικές, επομένως είναι πιο συχνά παρούσα στο γραπτό πλαίσιο.
Ο λυτικός βακτηριοφάγος κατέστρεψε τα επιβλαβή βακτήρια στο δείγμα.
Researchers are studying how lytic bacteriophages can be used in antibiotic therapies.
Οι ερευνητές μελετούν πώς οι λυτικοί βακτηριοφάγοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε θεραπείες με αντιβιοτικά.
Understanding the life cycle of the lytic bacteriophage is crucial for its applications.
Ο όρος "lytic bacteriophage" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά, αλλά μπορεί να αποτελέσει τη βάση για συγκεκριμένες επιστημονικές δηλώσεις ή αναφορές.
Ο λυτικός βακτηριοφάγος ενεργεί σαν ένας μικροσκοπικός στρατιώτης, στοχεύοντας και εξαλείφοντας τα εχθρικά βακτήρια.
In a battle of microbes, the lytic bacteriophage is a decisive weapon.
Σε μια μάχη μικροβίων, ο λυτικός βακτηριοφάγος είναι ένα καθοριστικό όπλο.
Harnessing the power of the lytic bacteriophage could lead to new treatments for bacterial infections.
Ο όρος "bacteriophage" προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις "bacterion" (βακτήριο) και "phagein" (να καταναλώνω ή να τρώγω). Ο χαρακτηρισμός "lytic" προέρχεται από την ελληνική λέξη "lyticus," που σημαίνει να διασπά ή να καταστρέφει.
Συνώνυμα: - Bacteriophage (γενικά) - Viral bacteriophage
Αντώνυμα: - Lysogenic bacteriophage (λύσει-κεντρικός βακτηριοφάγος, που δεν προκαλεί άμεση καταστροφή των βακτηρίων).