Το "macrofollicular goiter" είναι ουσιαστικό.
/mækroʊˈfɒlɪkjələr ˈɡɔɪtəʳ/
Η "macrofollicular goiter" αναφέρεται σε έναν τύπο βρογχοκήλης που χαρακτηρίζεται από την παρουσία μεγάλων θυλακίων στο θυρεοειδή αδένα. Ο βρογχοκήλης είναι μια διόγκωση του θυρεοειδούς αδένα, ο οποίος μπορεί να προκληθεί από έλλειψη ιωδίου, αυτοάνοσες ασθένειες ή άλλες παθολογίες. Αυτού του είδους ο βρογχοκήλης συνήθως δεν προκαλεί σοβαρά συμπτώματα αλλά μπορεί να επηρεάσει την παραγωγή ορμονών.
Το "macrofollicular goiter" χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικό και επιστημονικό πλαίσιο, ιδιαίτερα στη συζήτηση για παθήσεις του θυρεοειδούς. Η χρήση του είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.
The patient was diagnosed with macrofollicular goiter after a routine examination.
(Ο ασθενής διαγνώστηκε με μακροθυλακροειδή βρογχοκήλη μετά από μια ρουτίνα εξέταση.)
Macrofollicular goiter can sometimes lead to complications if left untreated.
(Η μακροφυλλική βρογχοκήλη μπορεί μερικές φορές να οδηγήσει σε επιπλοκές αν αφεθεί χωρίς θεραπεία.)
Η φράση "macrofollicular goiter" δεν συνδέεται με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς πρόκειται για ιατρική όρο. Παρ' όλα αυτά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προτάσεις που περιγράφουν ιατρικές καταστάσεις. Ορισμένες προτάσεις μπορεί να είναι:
After examining the ultrasound, the doctor noted the presence of a macrofollicular goiter.
(Μετά την εξέταση του υπερήχου, ο γιατρός σημείωσε την παρουσία μακροθυλακροειδούς βρογχοκήλης.)
It is essential to monitor a macrofollicular goiter for any signs of thyroid dysfunction.
(Είναι απαραίτητο να παρακολουθείται μια μακροφυλλική βρογχοκήλη για οποιαδήποτε σημάδια δυσλειτουργίας του θυρεοειδούς.)
Treatment options for macrofollicular goiter can include medication or surgery.
(Οι επιλογές θεραπείας για τη μακροθυλακροειδή βρογχοκήλη μπορεί να περιλαμβάνουν φάρμακα ή χειρουργική επέμβαση.)
Η λέξη "macrofollicular" προέρχεται από την ελληνική ρίζα "macro-" που σημαίνει "μεγάλος" και "follicular" που σχετίζεται με τα θύλακα. Η λέξη "goiter" έχει ρίζες από το λατινικό "guttur", που σημαίνει "λαιμός".
Συνώνυμα: - Adenomatous goiter - Colloid goiter
Αντώνυμα: - Euthyroid condition (κανονικό επίπεδο θυρεοειδικών ορμονών) - Atrophic thyroid (ατροφικός θυρεοειδής)