Η λέξη "macroglossate" θεωρείται ουσιαστικό.
/mækrəʊˈɡlɒseɪt/
Η "macroglossate" αναφέρεται σε μια ιατρική κατάσταση όπου η γλώσσα είναι υπερβολικά μεγάλη σε σχέση με το στόμα. Χρησιμοποιείται κυρίως στο ιατρικό και βιολογικό λεξιλόγιο. Ως επί το πλείστον, η χρήση της συνδέεται με γραπτό πλαίσιο, καθώς πρόκειται για όρο που σχετίζεται με ιατρικές περιγραφές και αναφορές. Η συχνότητα της χρήσης αυτής της λέξης είναι χαμηλή, περιοριζόμενη σε εξειδικευμένα κείμενα.
The patient was diagnosed with macroglossate and is undergoing treatment.
(Ο ασθενής διαγνώστηκε με μακρογλωσσία και υποβάλλεται σε θεραπεία.)
Macroglossate can lead to difficulties in speech and eating.
(Η μακρογλωσσία μπορεί να οδηγήσει σε δυσκολίες στην ομιλία και στην κατανάλωση τροφής.)
Doctors often study the effects of macroglossate in pediatric patients.
(Οι γιατροί συχνά μελετούν τις επιπτώσεις της μακρογλωσσίας σε παιδιατρικούς ασθενείς.)
Η "macroglossate" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή αγγλική γλώσσα, αν και μπορεί να βρείτε ιατρικά συμφραζόμενα, όπως:
- "Dealing with macroglossate challenges in patients requires a multidisciplinary approach."
(Η αντιμετώπιση των προκλήσεων της μακρογλωσσίας σε ασθενείς απαιτεί πολυδιάστατη προσέγγιση.)
Η λέξη "macroglossate" προέρχεται από την ελληνική γλώσσα, με το "macro-" να σημαίνει "μεγάλος" και "glossa" που σημαίνει "γλώσσα".
Εν κατακλείδι, η "macroglossate" είναι ένας ιατρικός όρος που αναφέρεται σε μια σπάνια κατάσταση και χρησιμοποιείται κυρίως σε εξειδικευμένα κείμενα, με περιορισμένη χρήση σε καθημερινές συζητήσεις.