Η φράση "magnetic drive" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/mæɡˈnɛtɪk draɪv/
Ο όρος "magnetic drive" αναφέρεται σε ένα σύστημα ή μηχανισμό που χρησιμοποιεί μαγνητικά πεδία για να μεταφέρει κίνηση ή ενέργεια. Χρησιμοποιείται συχνά σε μηχανολογικές και ηλεκτρονικές εφαρμογές, όπως στους σκληρούς δίσκους, τις αντλίες και τους κινητήρες. Η χρήση του είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε τεχνικά κείμενα.
The new magnetic drive technology enhances the efficiency of the motors.
(Η νέα τεχνολογία μαγνητικής μεταφοράς βελτιώνει την απόδοση των κινητήρων.)
Engineers are developing a magnetic drive system for the next-generation electric vehicles.
(Οι μηχανικοί αναπτύσσουν ένα σύστημα μαγνητικής κίνησης για τα ηλεκτρικά οχήματα επόμενης γενιάς.)
Ο όρος "magnetic drive" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά ευρύτερα σχετίζεται με έννοιες όπως:
"to feel drawn like a magnetic drive to someone"
(να νιώθεις έλξη σαν μια μαγνητική κίνηση προς κάποιον)
Σημαίνει να νιώθεις ισχυρή έλξη ή ενδιαφέρον για κάποιον.
"He has a magnetic drive that attracts people."
(Έχει μια μαγνητική μεταφορά που προσελκύει τους ανθρώπους.)
Αυτή η φράση περιγράφει κάποιον που έχει μια ακαταμάχητη ικανότητα να προσελκύει τους άλλους.
Η λέξη "magnetic" προέρχεται από το λατινικό "magneticus", που συνδέεται με τον μαγνήτη και το "drive" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "drīfan", που σημαίνει "οδηγώ". Η σύνθεση αυτών των λέξεων δίνει τη έννοια ενός μηχανισμού που οδηγεί με βάση μαγνητικά πεδία.
Συνώνυμα: magnetic coupling, magnetic transmission
Αντώνυμα: mechanical drive, traditional drive system (κλασικά συστήματα κίνησης)