Η φράση "magnetic station" αναφέρεται σε έναν σταθμό που συνδέεται με μαγνητισμό, όπως είναι οι σταθμοί που χρησιμοποιούνται για την μέτρηση μαγνητικών πεδίων ή για τη διεξαγωγή ερευνών που σχετίζονται με μαγνητικά φαινόμενα. Στον προφορικό λόγο, η χρήση της φράσης μπορεί να είναι λιγότερο συχνή σε σύγκριση με το γραπτό πλαίσιο, όπου οι τεχνικοί ή επιστημονικοί όροι απαιτούν περισσότερη ακρίβεια.
The scientists gathered data from the magnetic station for their research.
Οι επιστήμονες συγκέντρωσαν δεδομένα από τον μαγνητικό σταθμό για την έρευνά τους.
The magnetic station plays a crucial role in understanding the Earth's magnetic field.
Ο μαγνητικός σταθμός παίζει καθοριστικό ρόλο στην κατανόηση του μαγνητικού πεδίου της Γης.
Engineers are planning to upgrade the equipment at the magnetic station.
Οι μηχανικοί σχεδιάζουν να αναβαθμίσουν τον εξοπλισμό στον μαγνητικό σταθμό.
Η фράση "magnetic station" δεν είναι πολύ συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, η έννοια του "μαγνητικού" μπορεί να συνδεθεί με άλλες ιδιωματικές εκφράσεις:
"A magnetic personality" - Someone who attracts others with their charm.
Μια μαγνητική προσωπικότητα - Κάποιος που προσελκύει άλλους με τη γοητεία του.
"Magnetic pull" - A strong attraction to something.
Μαγνητική έλξη - Μια ισχυρή έλξη προς κάτι.
"He has a magnetic effect on people" - He influences people strongly and positively.
Έχει μια μαγνητική επίδραση στους ανθρώπους - Επιρρεάζει τους ανθρώπους ισχυρά και θετικά.
Η λέξη "magnetic" προέρχεται από τη μέση αγγλική "magnetik", που με τη σειρά της προέρχεται από το ελληνικό "μαγνήτης" και το λατινικό "magnetis". Η λέξη "station" προέρχεται από τη λατινική "stationem", που σημαίνει "στάση" ή "σταθμός".
Συνώνυμα: magnetic field station, magnetometer station
Αντώνυμα: non-magnetic station (μη μαγνητικός σταθμός)
Αυτές είναι οι βασικές πληροφορίες για τον όρο "magnetic station". Αν έχετε περαιτέρω ερωτήσεις ή χρειάζεστε περισσότερες λεπτομέρειες, παρακαλώ ενημερώστε με!