Το "magnetoelastic" είναι επίθετο.
/ˌmæɡ.nəʊ.təʊ.ɪˈlæs.tɪk/
Η λέξη "magnetoelastic" αναφέρεται σε υλικά που έχουν την ικανότητα να μεταβάλουν τις μηχανικές τους ιδιότητες και τη μορφή τους υπό την επίδραση μαγνητικών πεδίων. Χρησιμοποιείται συνήθως στον τομέα της υλικολογίας και της φυσικής, καθώς τα magnetoelastic υλικά μπορούν να επιδράσουν σε μηχανικά φαινόμενα που σχετίζονται με μαγνητισμό, ενδυναμώνοντας ή περιορίζοντας τις ιδιότητές τους.
Ο επιστήμονας ερεύνησε τις μαγνητοελαστικές ιδιότητες του νέου υλικού.
Magnetoelastic sensors can be used in various applications.
Οι μαγνητοελαστικοί αισθητήρες μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε διάφορες εφαρμογές.
Understanding magnetoelastic effects is crucial for developing advanced technologies.
Η λέξη "magnetoelastic" δεν φαίνεται να είναι μέρος ευρέως αναγνωρισμένων ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο, υπάρχουν κάποιες τεχνικές φράσεις που μπορεί να σχετίζονται με την εφαρμογή της:
Το μαγνητοελαστικό αποτέλεσμα σε κράματα οδηγεί σε καινοτόμες μηχανικές λύσεις.
Researchers are exploring magnetoelastic coupling in various magnetic materials.
Οι ερευνητές εξερευνούν την μαγνητοελαστική σύνδεση σε διάφορα μαγνητικά υλικά.
Applications of magnetoelastic materials are rising in modern technology industries.
Η λέξη "magnetoelastic" προέρχεται από το ελληνικό "μαγνήτης" (magnet), που σημαίνει "μαγνητικό" και το "elastic", που προέρχεται από τη λατινική λέξη "elasticus" και σχετίζεται με την ευκαμψία και τη δυνατότητα επαναφοράς.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια συνολική εικόνα για τη λέξη "magnetoelastic" και τη χρήση της στη γλώσσα Αγγλικά.