magnetoionic: επίθετο
/ˌmæɡ.nəˈtaɪ.ən.ɪk/
Η λέξη "magnetoionic" χρησιμοποιείται για να περιγράψει φαινόμενα ή ιδιότητες που σχετίζονται με τη συνδυαστική δράση μαγνητικών και ιονικών πεδίων. Τυπικά εμφανίζεται σε πλαίσια που αφορούν στη φυσική και τη μηχανική των ρευστών, τις εφαρμογές στην ηλεκτρονική και τις τεχνολογίες πληροφοριών. Η χρήση της είναι πιο δημοφιλής σε επιστημονικά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Οι μαγνητοϊονικές αρχές παίζουν κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη προηγμένων συστημάτων δι filtration.
Researchers are investigating magnetoionic effects in various materials.
Η λέξη "magnetoionic" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς αποδίδεται κυρίως σε τεχνικές και επιστημονικές συζητήσεις. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες φράσεις που σχετίζονται με την τεχνική της φυσικής:
Το μαγνητοϊονικό πεδίο επηρεάζει τη συμπεριφορά των φορτισμένων σωματιδίων.
Understanding magnetoionic relationships is essential for fusion energy research.
Η κατανόηση των μαγνητοϊονικών σχέσεων είναι απαραίτητη για την έρευνα της πυρηνικής σύντηξης.
Advances in magnetoionic technologies may lead to a new era of energy storage.
Η λέξη "magnetoionic" προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "magneto-" (που σχετίζεται με το μαγνητικό πεδίο) και "ionic" (που σχετίζεται με ιόντα). Αυτή η σύνθεση δείχνει την αλληλεπίδραση των δύο στοιχείων.
Συνώνυμα: - μαγνητοϊονικός (στην ελληνική γλώσσα)
Αντώνυμα: - μη μαγνητοϊονικός (στην ελληνική γλώσσα)
Με τη λέξη "magnetoionic", η επιστημονική και τεχνική υπόσταση της ορολογίας επιτρέπει τον εξειδικευμένο διάλογο γύρω από τις αλληλεπιδράσεις των μαγνητικών και ιονικών δυνάμεων.