Η λέξη "magnetoscopia" είναι ουσιαστικό.
[mæɡnɪtəˈskoʊpiə]
Η "magnetoscopia" αναφέρεται σε μια τεχνική που χρησιμοποιείται στη μη καταστροφική δοκιμή για την ανίχνευση επιφανειακών και εσωτερικών ελαττωμάτων σε σιδηρούχα υλικά. Χρησιμοποιεί μαγνητικά πεδία και σωματίδια για να αποκαλύψει ανωμαλίες. Αν και μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορες βιομηχανίες, είναι πιο συχνά συναντώμενη σε πεδία όπως η μηχανική μηχανών και η μεταλλουργία. Η συχνότητα χρήσης της είναι πιο συχνή σε τεχνικά και επιστημονικά πλαίσια, καθώς και σε γραπτές διαδικασίες.
Ο μηχανικός χρησιμοποίησε τη μαγνητοσκόπηση για να εντοπίσει ελαττώματα στη δομή του χάλυβα.
Magnetoscopia is an essential technique in nondestructive testing.
Η μαγνητοσκόπηση είναι μια σημαντική τεχνική στη μη καταστροφική δοκιμή.
The results of the magnetoscopia indicated several areas of concern.
Παρά την ειδική φύση της λέξης, μπορεί να μην υπάρχουν πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν τη "magnetoscopia". Μπορεί να προστεθούν προτάσεις που να σχετίζονται με την εφαρμογή της.
"Η χρήση της μαγνητοσκόπησης μπορεί να εξοικονομήσει χρόνο κατά τις επιθεωρήσεις."
"Magnetoscopia plays a crucial role in ensuring material safety."
"Η μαγνητοσκόπηση παίζει κρίσιμο ρόλο στην εξασφάλιση της ασφάλειας των υλικών."
"The process of magnetoscopia requires skilled technicians."
Η λέξη προέρχεται από τα ελληνικά "μαγνήτης", που σημαίνει "μαγνήτης", και "σκόπιο", που αναφέρεται στην παρατήρηση ή το πείραμα. Ενώνουν τα δύο στοιχεία, υποδηλώνοντας την παρατήρηση των ελαττωμάτων μέσω μαγνητικών πεδίων.
Συνώνυμα: μη καταστροφική δοκιμή, μαγνητική αναγνώριση
Αντώνυμα: καταστροφική δοκιμή, ανεπάρκεια οργάνων
Η "magnetoscopia" είναι μια εξειδικευμένη τεχνική που παίζει σημαντικό ρόλο στην ασφάλεια και την ποιότητα των υλικών σε διάφορες βιομηχανίες, καθιστώντας την σπουδαία στη σύγχρονη τεχνολογία.