Το "magnetothermal" είναι ένα επίθετο.
/mæɡˌniːtəˈθɜːrml/
Η λέξη "magnetothermal" αναφέρεται σε φαινόμενα ή διαδικασίες που εμπλέκουν την αλληλεπίδραση μεταξύ μαγνητικών και θερμικών παραμέτρων ή ιδιοτήτων. Χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά κείμενα που σχετίζονται με τη φυσική, την υλικοχημεία και τη βιολογία. Η χρήση της στη γλώσσα είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
The magnetothermal effects in materials can significantly enhance their performance.
(Τα μαγνητοθερμικά φαινόμενα στα υλικά μπορούν να βελτιώσουν σημαντικά την απόδοσή τους.)
Researchers are studying magnetothermal processes in the development of new energy systems.
(Οι ερευνητές μελετούν τις μαγνητοθερμικές διαδικασίες στην ανάπτυξη νέων ενεργειακών συστημάτων.)
Advances in magnetothermal technology are paving the way for innovative applications.
(Οι προόδους στην τεχνολογία μαγνητοθερμίας ανοίγουν το δρόμο για καινοτόμες εφαρμογές.)
Αν και η λέξη "magnetothermal" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ίδιες ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να παρατηρηθούν μερικές παραλλαγές όσο αφορά τη συγκεκριμένη επιστημονική χρήση της:
The magnetothermal treatment effectively changes the properties of the material.
(Η μαγνητοθερμική επεξεργασία αλλάζει αποτελεσματικά τις ιδιότητες του υλικού.)
Applications in magnetothermal energy conversion are gaining attention in recent studies.
(Οι εφαρμογές στη μαγνητοθερμική μετατροπή ενέργειας κερδίζουν προσοχή στις πρόσφατες μελέτες.)
Understanding the magnetothermal coupling in certain materials is crucial for improvement.
(Η κατανόηση της μαγνητοθερμικής σύνδεσης σε ορισμένα υλικά είναι κρίσιμη για τη βελτίωση.)
Η λέξη "magnetothermal" είναι συνδυασμός των λέξεων "magneto" (μαγνητικός) και "thermal" (θερμικός), προερχόμενη από τα Ελληνικά "μαγνητης" (magnetis) και "θερμός" (thermos).
Συνώνυμα:
- Μαγνητοθερμικός (magnetothermal)
- Μαγνητικός θερμοκρασίας (magnetic temperature)
Αντώνυμα:
- Αναντίληπτος θερμικά (thermally indifferent)
- Που δεν επηρεάζεται από μαγνητισμό (non-magnetic)