Το "magni-" είναι πρόθεμα που ανήκει στην ελληνική και λατινική γλώσσα και χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι που είναι μεγάλο ή σημαντικό.
/mæɡˈnaɪ/
Το πρόθεμα "magni-" χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος ή την σημασία ενός αντικειμένου ή ενός φαινομένου. Στα αγγλικά, είναι συχνά συνδυασμένο με άλλες λέξεις για να σχηματίσει όρους που εκφράζουν την έννοια του μεγέθους ή της μεγάλης σημασίας.
The magnifying glass helped him see the tiny details.
Το μεγεθυντικό γυαλί τον βοήθησε να δει τις μικρές λεπτομέρειες.
Her magnanimous gesture surprised everyone.
Η μεγαλοψυχία της κίνησης την εξέπληξε όλους.
He has a magnificent view from his balcony.
Έχει μια μαγευτική θέα από το μπαλκόνι του.
Το "magni-" μπορεί να εμφανιστεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν μεγάλες ή σημαντικές καταστάσεις.
To magnify a situation
Να μεγεθύνεις μια κατάσταση
Sometimes people tend to magnify a problem that isn't that serious.
Ορισμένες φορές οι άνθρωποι τείνουν να μεγεθύνουν ένα πρόβλημα που δεν είναι τόσο σοβαρό.
Magnificent obsession
Μεγαλειώδης εμμονή
His magnificent obsession with art led him to create a successful gallery.
Η μεγαλειώδης εμμονή του με την τέχνη τον οδήγησε στο να δημιουργήσει μια επιτυχημένη γκαλερί.
To live in a magnificent way
Να ζεις με μεγαλοπρέπεια
She always wants to live in a magnificent way, pursuing her dreams fearlessly.
Πάντα θέλει να ζει με μεγαλοπρέπεια, κυνηγώντας τα όνειρά της χωρίς φόβο.
Η ρίζα "magn-" προέρχεται από το λατινικό "magnus" που σημαίνει "μεγάλος". Αυτή η ρίζα χρησιμοποιείται σε πολλές γλώσσες για να υποδηλώσει το μέγεθος ή τη σπουδαιότητα.
Συνώνυμα:
- μεγάλος
- μεγαλόπρεπος
- θρυλικός
Αντώνυμα:
- μικρός
- ανεπαίσθητος
- ασήμαντος