magni- - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

magni- (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "magni-" είναι πρόθεμα που ανήκει στην ελληνική και λατινική γλώσσα και χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι που είναι μεγάλο ή σημαντικό.

Φωνητική μεταγραφή

/mæɡˈnaɪ/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το πρόθεμα "magni-" χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος ή την σημασία ενός αντικειμένου ή ενός φαινομένου. Στα αγγλικά, είναι συχνά συνδυασμένο με άλλες λέξεις για να σχηματίσει όρους που εκφράζουν την έννοια του μεγέθους ή της μεγάλης σημασίας.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. The magnifying glass helped him see the tiny details.
    Το μεγεθυντικό γυαλί τον βοήθησε να δει τις μικρές λεπτομέρειες.

  2. Her magnanimous gesture surprised everyone.
    Η μεγαλοψυχία της κίνησης την εξέπληξε όλους.

  3. He has a magnificent view from his balcony.
    Έχει μια μαγευτική θέα από το μπαλκόνι του.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "magni-" μπορεί να εμφανιστεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν μεγάλες ή σημαντικές καταστάσεις.

  1. To magnify a situation
    Να μεγεθύνεις μια κατάσταση
    Sometimes people tend to magnify a problem that isn't that serious.
    Ορισμένες φορές οι άνθρωποι τείνουν να μεγεθύνουν ένα πρόβλημα που δεν είναι τόσο σοβαρό.

  2. Magnificent obsession
    Μεγαλειώδης εμμονή
    His magnificent obsession with art led him to create a successful gallery.
    Η μεγαλειώδης εμμονή του με την τέχνη τον οδήγησε στο να δημιουργήσει μια επιτυχημένη γκαλερί.

  3. To live in a magnificent way
    Να ζεις με μεγαλοπρέπεια
    She always wants to live in a magnificent way, pursuing her dreams fearlessly.
    Πάντα θέλει να ζει με μεγαλοπρέπεια, κυνηγώντας τα όνειρά της χωρίς φόβο.

Ετυμολογία

Η ρίζα "magn-" προέρχεται από το λατινικό "magnus" που σημαίνει "μεγάλος". Αυτή η ρίζα χρησιμοποιείται σε πολλές γλώσσες για να υποδηλώσει το μέγεθος ή τη σπουδαιότητα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- μεγάλος
- μεγαλόπρεπος
- θρυλικός

Αντώνυμα:
- μικρός
- ανεπαίσθητος
- ασήμαντος



25-07-2024