Ο όρος "maidenhead" είναι ουσιαστικό.
/ˈmeɪdənhɛd/
Η λέξη "maidenhead" αναφέρεται ιστορικά στην κατάσταση της παρθενίας ενός ατόμου, ειδικά μιας γυναίκας. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως σε αρχαϊκά ή λογοτεχνικά συμφραζόμενα και σπάνια στην καθημερινή ομιλία. Η χρήση της είναι πιο κοινή σε γραπτές πηγές παρά σε προφορικές συνομιλίες.
Η παρθενία της ήταν μεγάλης σημασίας στην κουλτούρα της.
In some ancient societies, preserving a maidenhead was considered essential.
Η λέξη "maidenhead" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε λογοτεχνικά συμφραζόμενα που αναφέρονται επάνω στην παρθενία ή την αθωότητα. Συσχετιζόμενες φράσεις μπορεί να είναι οι παρακάτω:
(Σημαίνει να χάσει κάποιος την παρθενία του.)
Preserve her maidenhead for marriage.
(Σημαίνει ότι μια γυναίκα επιθυμεί να παραμείνει παρθένα πριν από τον γάμο.)
She feared losing her maidenhead before the wedding.
Η λέξη "maidenhead" έχει τις ρίζες της στην αγγλική γλώσσα από τον μεσαίο αιώνα. Προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "mægden," που σημαίνει "παρθένα" και την προσθήκη της λέξης "head," που αναφέρεται σε ένα χαρακτηριστικό ή μια κατάσταση.