maidenhead - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

maidenhead (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ο όρος "maidenhead" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/ˈmeɪdənhɛd/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "maidenhead" αναφέρεται ιστορικά στην κατάσταση της παρθενίας ενός ατόμου, ειδικά μιας γυναίκας. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως σε αρχαϊκά ή λογοτεχνικά συμφραζόμενα και σπάνια στην καθημερινή ομιλία. Η χρήση της είναι πιο κοινή σε γραπτές πηγές παρά σε προφορικές συνομιλίες.

Παρακείμενες προτάσεις

  1. Her maidenhead was of great importance in her culture.
  2. Η παρθενία της ήταν μεγάλης σημασίας στην κουλτούρα της.

  3. In some ancient societies, preserving a maidenhead was considered essential.

  4. Σε μερικές αρχαίες κοινωνίες, η διατήρηση της παρθενίας θεωρείτο θεμελιώδης.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "maidenhead" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε λογοτεχνικά συμφραζόμενα που αναφέρονται επάνω στην παρθενία ή την αθωότητα. Συσχετιζόμενες φράσεις μπορεί να είναι οι παρακάτω:

  1. To take someone's maidenhead.
  2. Να πάρει κανείς την παρθενία κάποιου.
  3. (Σημαίνει να χάσει κάποιος την παρθενία του.)

  4. Preserve her maidenhead for marriage.

  5. Να διατηρήσει την παρθενία της για το γάμο.
  6. (Σημαίνει ότι μια γυναίκα επιθυμεί να παραμείνει παρθένα πριν από τον γάμο.)

  7. She feared losing her maidenhead before the wedding.

  8. Φοβόταν να χάσει την παρθενία της πριν από τον γάμο.
  9. (Δείχνει τη σημασία της παρθενίας σε συγκεκριμένα κοινωνικά πλαίσια.)

Ετυμολογία

Η λέξη "maidenhead" έχει τις ρίζες της στην αγγλική γλώσσα από τον μεσαίο αιώνα. Προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "mægden," που σημαίνει "παρθένα" και την προσθήκη της λέξης "head," που αναφέρεται σε ένα χαρακτηριστικό ή μια κατάσταση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



25-07-2024