Το "maintainability" είναι ουσιαστικό.
/ˌmeɪn.tɪˈneɪ.bɪl.ɪ.ti/
Η λέξη "maintainability" αναφέρεται στη δυνατότητα ενός συστήματος, προϊόντος ή υπηρεσίας να διατηρείται και να υποστηρίζεται με ευχέρεια, αποδοτικότητα και οικονομία. Χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο της μηχανικής, της πληροφορικής και άλλων τεχνικών τομέων. Η έννοια της διατηρησιμότητας περιλαμβάνει την ικανότητα να γίνονται προσαρμογές, επισκευές και αναβαθμίσεις χωρίς υπερβολικό κόστος ή χρόνο.
Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε τεχνικά έγγραφα και αναφορές, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικές συζητήσεις σχετικές με την τεχνολογία και τη μηχανική.
Η διατηρησιμότητα του λογισμικού είναι κρίσιμη για την μακροχρόνια επιτυχία.
During the project, we focused on the maintainability demonstration of our new system.
Κατά τη διάρκεια του έργου, εστιάσαμε στη διατήρηση της διατηρησιμότητας του νέου μας συστήματος.
A maintainability demonstration helps engineers understand how to optimize the system.
Η λέξη "maintainability" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε επαγγελματικά πλαίσια για να δείξει την αξία που δίνεται στην ευκολία συντήρησης. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που περιλαμβάνουν το "maintainability":
Η διατηρησιμότητα του σχεδιασμού ήταν καθοριστικός παράγοντας για την έγκρισή του.
We need to conduct a maintainability assessment before finalizing the project.
Πρέπει να πραγματοποιήσουμε μια εκτίμηση διατηρησιμότητας πριν ολοκληρώσουμε το έργο.
High maintainability often leads to lower operational costs in the long run.
Η υψηλή διατηρησιμότητα συχνά οδηγεί σε χαμηλότερα λειτουργικά κόστη μακροπρόθεσμα.
The focus on maintainability has improved our team's response time to issues.
Η έμφαση στη διατηρησιμότητα έχει βελτιώσει τον χρόνο ανταπόκρισης της ομάδας μας σε προβλήματα.
A clear maintainability strategy can enhance product lifespan significantly.
Η λέξη "maintainability" προέρχεται από το ρήμα "maintain", το οποίο προέρχεται από το γαλλικό "maintenir", που σημαίνει "να κρατήσω" ή "να διατηρήσω". Το προσδιοριστικό "-ability" δηλώνει τη δυνατότητα ή την ικανότητα να πραγματοποιηθεί κάτι.
Συνώνυμα: - sustainability (βιωσιμότητα) - manageability (διαχειρισιμότητα) - usability (χρηστικότητα)
Αντώνυμα: - unavailability (μη διαθεσιμότητα) - impracticality (μη πρακτικότητα) - inefficiency (αναποτελεσματικότητα)