Το "major league" λειτουργεί ως επίθετο και ουσιαστικό.
/ˈmeɪdʒər liːɡ/
Ο όρος "major league" αναφέρεται σε επαγγελματικές αθλητικές λίγκες που θεωρούνται κορυφαίες στον τομέα τους. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο όρος χρησιμοποιείται συχνά σε σχέση με το "Major League Baseball" (MLB) και το "National Football League" (NFL). Χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό και τον προφορικό λόγο όταν αναφερόμαστε σε επίπεδα υψηλής ανταγωνιστικότητας, είτε στον αθλητισμό είτε σε άλλους τομείς.
Ονειρεύεται να παίξει στη μεγάλη λίγκα κάποια μέρα.
The major league teams are scouting for new talent.
Ο όρος "major league" εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με υψηλή ποιότητα ή σοβαρότητα.
Μετάφραση: Μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς, τελικά μπήκε στις μεγάλες λίγκες της καριέρας του.
"Playing in the major leagues"
Μετάφραση: Δεν είναι πια απλώς χόμπυ; Παίζει τώρα στις μεγάλες λίγκες με την τέχνη της.
"Major league issues"
Ο όρος "major league" έχει τις ρίζες του σε αγγλικές λέξεις: "major" που προέρχεται από το λατινικό "major" (μεγαλύτερος) και "league" από την παλαιά γαλλική λέξη "ligue," που σημαίνει "σύνδεσμος". Αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει μεγάλα αθλητικά πρωταθλήματα.
Αυτός ο συνδυασμός λέξεων "major league" είναι ευρέως αναγνωρίσιμος και χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα που αφορούν την κορυφαία ποιότητα ή κατηγορία σε επαγγελματικούς τομείς.