major league - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

major league (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "major league" λειτουργεί ως επίθετο και ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/ˈmeɪdʒər liːɡ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Ο όρος "major league" αναφέρεται σε επαγγελματικές αθλητικές λίγκες που θεωρούνται κορυφαίες στον τομέα τους. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο όρος χρησιμοποιείται συχνά σε σχέση με το "Major League Baseball" (MLB) και το "National Football League" (NFL). Χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό και τον προφορικό λόγο όταν αναφερόμαστε σε επίπεδα υψηλής ανταγωνιστικότητας, είτε στον αθλητισμό είτε σε άλλους τομείς.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. She dreams of playing in the major league one day.
  2. Ονειρεύεται να παίξει στη μεγάλη λίγκα κάποια μέρα.

  3. The major league teams are scouting for new talent.

  4. Οι ομάδες της μεγάλης λίγκας ψάχνουν για νέα ταλέντα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ο όρος "major league" εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με υψηλή ποιότητα ή σοβαρότητα.

  1. "In the major leagues"
  2. Meaning: To be at the highest level of performance or success.
  3. Example: After years of hard work, he finally made it to the major leagues in his career.
  4. Μετάφραση: Μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς, τελικά μπήκε στις μεγάλες λίγκες της καριέρας του.

  5. "Playing in the major leagues"

  6. Meaning: To be competing at a very high level, whether in sports or other fields.
  7. Example: She is no longer a hobbyist; she's playing in the major leagues now with her art.
  8. Μετάφραση: Δεν είναι πια απλώς χόμπυ; Παίζει τώρα στις μεγάλες λίγκες με την τέχνη της.

  9. "Major league issues"

  10. Meaning: Serious or significant issues that require attention.
  11. Example: The company is facing major league issues with its production line.
  12. Μετάφραση: Η εταιρία αντιμετωπίζει σοβαρά ζητήματα με τη γραμμή παραγωγής της.

Ετυμολογία της λέξης

Ο όρος "major league" έχει τις ρίζες του σε αγγλικές λέξεις: "major" που προέρχεται από το λατινικό "major" (μεγαλύτερος) και "league" από την παλαιά γαλλική λέξη "ligue," που σημαίνει "σύνδεσμος". Αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει μεγάλα αθλητικά πρωταθλήματα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Αυτός ο συνδυασμός λέξεων "major league" είναι ευρέως αναγνωρίσιμος και χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα που αφορούν την κορυφαία ποιότητα ή κατηγορία σε επαγγελματικούς τομείς.



25-07-2024