Το "major" είναι επίθετο και το "pool" είναι ουσιαστικό.
"major pool": /ˈmeɪdʒər puːl/
Ο συνδυασμός "major pool" μπορεί να αναφέρεται σε έναν σημαντικό ή κύριο σύνολο ανθρώπων ή πόρων, είτε σε φυσικό πλαίσιο (πισίνα κ.λπ.), είτε σε πιο αφηρημένα συμφραζόμενα (όπως σε μια ομάδα που αναφέρεται σε μια αγορά ή κοινότητα). Η χρήση του είναι σχετικά συχνή τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό κείμενο.
"Η πόλη κατασκευάζει μια κύρια πισίνα για την κοινότητα."
"We have a major pool of qualified candidates for the job."
"Έχουμε ένα σημαντικό σύνολο καταρτισμένων υποψηφίων για τη θέση."
"The major pool of resources will help us expand our project."
Ο όρος "major pool" μπορεί να μην είναι άμεσα σχετικός με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορούμε να δούμε πώς χρησιμοποιείται σε κοινές φράσεις:
"Αξιοποιούμε ένα σημαντικό σύνολο ταλέντου."
"The major pool of investors is crucial for our growth."
"Το κύριο σύνολο επενδυτών είναι κρίσιμο για την ανάπτυξή μας."
"Joining a major pool of professionals can enhance your career."
"Η ένταξη σε ένα κύριο σύνολο επαγγελματιών μπορεί να βελτιώσει την καριέρα σου."
"They have access to a major pool of information."
"Έχουν πρόσβαση σε ένα σημαντικό σύνολο πληροφοριών."
"This project relies on a major pool of funding."
Συνώνυμα: - Major: crucial, significant, primary - Pool: collection, group, reservoir
Αντώνυμα: - Major: minor, insignificant, trivial - Pool: individual, single, solitary
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της φράσης "major pool" και των χρήσεών της στην αγγλική γλώσσα.