Ρήμα
/mɛɪk ə pɔɪnt/
Η φράση "make a point" σημαίνει να εκφράσετε ή να αναδείξετε ένα σημαντικό γεγονός, ιδέα ή άποψη. Συνήθως χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος προσπαθεί να τονίσει την αξία μιας πληροφορίες ή μια θέση σε μια συζήτηση. Είναι μια κοινώς χρησιμοποιούμενη φράση και εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
She always makes a point to greet everyone when she arrives.
(Πάντα κάνει μια δήλωση να χαιρετάει όλους όταν φτάνει.)
During the meeting, he made a point about the project's importance.
(Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, έκανε μια δήλωση σχετικά με τη σημασία του έργου.)
I always make a point of arriving early to meetings.
(Πάντα κάνω μια δήλωση να φτάνω νωρίς στις συναντήσεις.)
Make your point clear
(Κάνε τη δήλωσή σου σαφή)
Be sure to make your point clear so that everyone understands.
(Φρόντισε να κάνεις τη δήλωσή σου σαφή ώστε όλοι να καταλάβουν.)
Make a point in someone's favor
(Κάνω μια δήλωση υπέρ κάποιου)
Η φράση προέρχεται από την Αρχαία Αγγλία, όπου “make” σημαίνει "δημιουργώ" ή "κάνω" και “point” αναφέρεται σε "σημείο" ή "δήλωση". Αυτή η φράση εξελίχθηκε για να δηλώσει την πράξη του να τονίσει μια σημαντική ιδέα.
Συνώνυμα: - Emphasize - Highlight - Assert
Αντώνυμα: - Ignore - Overlook - Dismiss