Το "make correction" είναι φράση που χρησιμοποιείται ως ρήμα.
/mɛɪk kəˈrɛkʃən/
Η φράση "make correction" αναφέρεται στη διαδικασία διόρθωσης ενός λάθους ή μιας ανακρίβειας. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτά (όπως σε δοκίμια, εκθέσεις, κλπ.) και προφορικά, ιδιαίτερα σε καταστάσεις που απαιτούν σαφήνεια ή ακρίβεια.
I need to make correction on my report.
Πρέπει να κάνω διόρθωση στην αναφορά μου.
Can you help me make correction to this document?
Μπορείς να με βοηθήσεις να κάνω διόρθωση σε αυτό το έγγραφο;
It's important to make correction before submitting the paper.
Είναι σημαντικό να κάνω διόρθωση πριν υποβάλω το χαρτί.
Η φράση "make correction" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και συγκεκριμένα σε επαγγελματικά και ακαδημαϊκά περιβάλλοντα.
"I made a correction to the previous version."
Έκανα μια διόρθωση στην προηγούμενη έκδοση.
"After I reviewed the feedback, I made some corrections."
Αφού εξέτασα την ανατροφοδότηση, έκανα κάποιες διορθώσεις.
"We should make corrections in real-time during the presentation."
Πρέπει να κάνουμε διορθώσεις σε πραγματικό χρόνο κατά τη διάρκεια της παρουσίασης.
"Don't hesitate to make corrections; it's part of the learning process."
Μη διστάσεις να κάνεις διορθώσεις; Είναι μέρος της διαδικασίας μάθησης.
Η φράση "make correction" προέρχεται από τη λέξη "make" (δημιουργώ) και την λέξη "correction" που προέρχεται από το γαλλικό "correction" (διορθώνω), η οποία έχει ρίζες στον λατινικό "correctio."
Συνώνυμα: - rectify - amend - revise
Αντώνυμα: - ignore - overlook - allow
Αυτή είναι η ολοκληρωμένη ανάλυση της φράσης "make correction".