Ρήμα
/ˈmeɪk laɪnz/
Η φράση "make lines" χρησιμοποιείται κυρίως για να υποδηλώσει τη διαδικασία δημιουργίας ή σχεδιασμού γραμμών. Μπορεί να αναφέρεται σε καλλιτεχνικές ή γραφικές δραστηριότητες, καθώς και σε οργανωτικές διαδικασίες, όπως η δημιουργία οργανωτικών γραμμών ή σχεδίων. Η χρήση της φράσης είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε καλλιτεχνικούς ή τεχνικούς τομείς.
Χρειάζομαι να κάνω γραμμές σε αυτό το χαρτί για το σχέδιό μου.
The designer was able to make lines that clearly defined the layout of the room.
Η φράση "make lines" δεν είναι τόσο συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες φράσεις για να δώσει νόημα. Παρακάτω παρατίθενται μερικές παραδείγματα:
Προσπαθώ πάντα να μετρήσω τις γραμμές όταν σχεδιάζω για τα έργα μου.
Make lines of communication – We need to make lines of communication clear between departments.
Χρειαζόμαστε να δημιουργήσουμε καθαρές γραμμές επικοινωνίας μεταξύ των τμημάτων.
Make lines straight – It’s important to make lines straight when working on technical drawings.
Η λέξη "make" προέρχεται από την παλαιοαγγλική λέξη "macian," που σημαίνει «να φτιάξω» ή «να δημιουργήσω». Η λέξη "line" προέρχεται από το λατινικό "linea," που σημαίνει «γραμμή» ή «νήμα».
Συνώνυμα: - create lines - draw lines
Αντώνυμα: - erase lines - break lines