make-weight - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

make-weight (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "make-weight" είναι ένα ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /ˈmeɪk ˌweɪt/

Επιλογές μετάφρασης στα Ελληνικά

Σημασία

Το "make-weight" αναφέρεται σε κάτι που χρησιμοποιείται για να γεμίσει χώρο ή να ενισχύσει μια πρόταση ή μια ομάδα χωρίς να έχει ουσιαστική αξία. Χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικό ή στρατηγικό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να αναφέρεται γενικότερα σε περιβάλλοντα όπου προστίθεται κάτι αδιάφορο για να πραγματοποιηθεί μια σύνθεση.

Όσον αφορά τη συχνότητα χρήσης, είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενο σε γραπτό λόγο, ιδίως σε κείμενα που ασχολούνται με στρατηγικές ή αναλύσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The team added another player as a make-weight for the trade.
  2. Η ομάδα πρόσθεσε έναν επιπλέον παίκτη ως βάρος για την ανταλλαγή.

  3. Some argue that the report is just a make-weight to justify the budget increase.

  4. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η έκθεση είναι απλώς ένα βάρος για να δικαιολογήσει την αύξηση του προϋπολογισμού.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "make-weight" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε χρονικά σχέδια ή στρατηγικές προσθέτοντας βάρος ή δημιουργώντας συμπληρωματικές ομάδες.

  1. Don't treat your input as make-weight; every opinion matters.
  2. Μην θεωρείς τη γνώμη σου ως βάρος; Κάθε άποψη μετράει.

  3. In discussions, he often serves as a make-weight rather than having a meaningful contribution.

  4. Στις συζητήσεις, συχνά λειτουργεί ως βάρος παρά ως ουσιαστική συμβολή.

  5. The proposal felt like a make-weight, lacking any real substance.

  6. Η πρόταση φαινόταν σαν ένα βάρος, χωρίς καμία πραγματική ουσία.

Ετυμολογία

Η λέξη "make-weight" χρησιμοποιείται από τον 19ο αιώνα για να περιγράψει κάτι που προστίθεται για να αυξήσει το βάρος, κυρίως στο πλαίσιο του εμπορίου ή της στρατηγικής.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: filler, addition, extra.
Αντώνυμα: essential, core, fundamental.



25-07-2024