Επίθετο
/ˌmæl.əˈdæp.tɪd/
Η λέξη "maladapted" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή έναν οργανισμό που δεν έχει προσαρμοστεί κατάλληλα σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον ή συνθήκες. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα, κοινότητες ή ακόμα και οργανισμούς που δεν λειτουργούν σωστά ή αποτυγχάνουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του περιβάλλοντός τους.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά ή ψυχολογικά συμφραζόμενα, καθώς και σε συζητήσεις σχετικά με κοινωνικά ή οικολογικά ζητήματα.
Συχνότητα χρήσης: Σπανισεως σε προφορικό λόγο, πιο συχνή σε γραπτό κείμενο, όπως σε ακαδημαϊκά άρθρα ή βιβλία.
"The species became maladapted to the changing climate."
"Το είδος έγινε μη προσαρμοσμένο στις μεταβαλλόμενες κλιματικές συνθήκες."
"Many maladapted individuals struggle to fit into society."
"Πολλοί μη προσαρμοσμένοι indivíduos δυσκολεύονται να ενταχθούν στην κοινωνία."
"Their maladapted behaviors led to conflicts within the group."
"Οι ακατάλληλες συμπεριφορές τους οδήγησαν σε συγκρούσεις μέσα στην ομάδα."
Η λέξη "maladapted" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά. Ωστόσο, μπορεί να εμφανιστεί σε σχολιασμούς σχετικά με καταστάσεις που φέρουν στοιχεία δυσλειτουργίας.
"He is maladapted to the corporate environment."
"Είναι μη προσαρμοσμένος στο εταιρικό περιβάλλον."
"In a rapidly changing world, being maladapted can be a serious disadvantage."
"Σε έναν ταχέως μεταβαλλόμενο κόσμο, το να είσαι μη προσαρμοσμένος μπορεί να είναι σοβαρό μειονέκτημα."
"The maladapted strategies of the past no longer serve their purpose."
"Οι ακατάλληλες στρατηγικές του παρελθόντος δεν εξυπηρετούν πια το σκοπό τους."
"If a creature is maladapted to its habitat, it may face extinction."
"Εάν ένα πλάσμα δεν είναι προσαρμοσμένο στο οικοσύστημά του, μπορεί να αντιμετωπίσει την εξαφάνιση."
Η λέξη αποτελείται από το πρόθεμα "mal-" που σημαίνει "κακό" ή "λάθος" και τη ρίζα "adapted", που προέρχεται από το λατινικό "adaptare", το οποίο σημαίνει "προσαρμόζω". Συνολικά, η λέξη αναφέρεται σε κακή ή ακατάλληλη προσαρμογή.
Συνώνυμα: - Inadapted - Unsuitable - Ineffective
Αντώνυμα: - Adapted - Suitable - Effective