"male gage" αποτελείται από δύο λέξεις: "male" (επίθετο) και "gage" (ουσιαστικό).
/meɪl ɡeɪdʒ/
Ο όρος "male gage" συνήθως αναφέρεται σε ένα εργαλείο ή μέθοδο μέτρησης που χρησιμοποιείται για αρσενικά νήματα ή διαστάσεις, ιδίως σε μηχανικές ή τεχνικές εφαρμογές. Η χρήση του κυμαίνεται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, όπως εγχειρίδια και τεχνικές προδιαγραφές, παρά στον προφορικό λόγο.
Ο τεχνικός χρησιμοποίησε ένα αρσενικό γέγες για να μετρήσει τις διαστάσεις των νήματων του σωλήνα.
It's important to have the correct male gage for fitting the parts together.
Είναι σημαντικό να έχεις το σωστό αρσενικό γέγες για να ταιριάξουν οι εξαρτήσεις.
By checking the male gage, we ensured the components would be compatible.
Αν και ο όρος "male gage" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να βρεθεί σε τεχνικά και βιομηχανικά συμφραζόμενα. Ακολουθούν ορισμένες προτάσεις που περιλαμβάνουν τον όρο "gage":
Ελέγξε τις μετρήσεις του αρσενικού γέγες πριν προχωρήσει με τη συναρμολόγηση.
Using the male gage is essential for ensuring precision in manufacturing.
Η χρήση του αρσενικού γέγες είναι απαραίτητη για την εξασφάλιση της ακρίβειας στην κατασκευή.
The engineer insisted on verifying the male gage before finalizing the design.
Ο "gage" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "gage" που σημαίνει υπόσχεση ή εγγύηση. Η λέξη χρησιμοποιείται στην αγγλική σε πολλές τεχνικές και βιομηχανικές εφαρμογές για να δηλώσει μέτρηση ή εργαλείο.