Maleoyl: Ουσιαστικό (Noun)
Φωνητική μεταγραφή: /məˈleɪ.əl/
Η λέξη "maleoyl" δεν έχει άμεσες μεταφραστικές ισοδυναμίες στα ελληνικά, καθώς πρόκειται για έναν ειδικό όρο που σχετίζεται με τη χημεία. Ενδέχεται να αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη ομάδα ή υποκατάστατο.
Σημασία: Ο όρος "maleoyl" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενος και σχετίζεται ιδιαίτερα με τη χημεία και τη βιοχημεία. Συγκεκριμένα, μπορεί να σχετίζεται με τη δομή ενός μόριου ή συγκεκριμένων λειτουργικών ομάδων.
Χρήση: Ο όρος "maleoyl" πιθανόν να εμφανίζεται σε επιστημονικά κείμενα ή εργασίες που ασχολούνται με σύνθετα μόρια, αλλά όχι στη καθημερινή γλώσσα. Ο ρυθμός χρήσης του σε γραπτό πλαίσιο είναι μεγαλύτερος.
Η ένωση περιείχε μια ομάδα maleoyl, η οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο στις δραστηριότητές της.
Researchers are studying the properties of maleoyl derivatives for pharmaceutical applications.
Η λέξη "maleoyl" δεν συναντάται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις λόγω της επιστημονικής της φύσης. Μπορεί να αναφέρονται σε επιστημονικά κείμενα ή διαλέξεις, κυρίως στον τομέα της χημείας, αλλά δεν υπάρχουν συγκεκριμένες καθιερωμένες φράσεις.
Η λέξη "maleoyl" πιθανόν προέρχεται από τον συνδυασμό των στοιχείων "maleic" και "oyl", αναφερόμενη σε δομές που σχετίζονται με τη χημική ένωση (maleic acid).
Συνώνυμα: Maleic acid derivatives, maleoyl chloride (περιορισμένα πρώτα). Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν αντιδιαμετρικοί όροι για την έννοια της λέξης, καθώς αναφέρεται σε ειδική χημική ομάδα.
Η λέξη "maleoyl" χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά πλαίσια, ιδίως στους τομείς της χημείας και της βιοχημείας. Αν και δεν είναι συχνά παρούσα σε προφορικές ή καθημερινές εφαρμογές, είναι σημαντική για ειδικούς και ερευνητές στον τομέα αυτό.