Malignant - επίθετο
Demon - ουσιαστικό
Malignant: /məˈlɪɡ.nənt/
Demon: /ˈdiː.mən/
Ο όρος "malignant demon" αναφέρεται σε έναν δαίμονα που είναι κακόβουλος ή βλαβερός. Η λέξη "malignant" χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει κάτι που προκαλεί κακό, ιδιαίτερα σε ιατρικά ή μεταφορικά συμφραζόμενα. Ο "demon" αναφέρεται σε πνευματικές ή υπερφυσικές οντότητες που συχνά θεωρούνται κακοί.
Αυτός ο όρος δεν είναι συνηθισμένος στην καθημερινή γλώσσα, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε λογοτεχνικά ή θρησκευτικά κείμενα. Χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο παρά σε προφορικό.
The villagers spoke in hushed tones about the malignant demon that haunted the woods at night.
Οι κάτοικοι μιλούσαν με ψιθυριστές φωνές για τον κακοήθειο δαίμονα που στοιχειώνει τα δάση τη νύχτα.
Many folklore stories warn against the allure of a malignant demon willing to grant wishes.
Πολλές παραδοσιακές ιστορίες προειδοποιούν για την έλξη ενός κακοήθους δαίμονα που είναι πρόθυμος να εκπληρώσει επιθυμίες.
Ο όρος "malignant demon" δεν είναι τόσο συνηθισμένος σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, σχετικές φράσεις μπορεί να είναι:
To fight one's own malignant demon is a common struggle for many.
Να πολεμάει κανείς τους δικούς του κακοήθεις δαίμονες είναι μια κοινή πάλη για πολλούς.
Confronting the malignant demons of our past can lead to healing.
Αντιμετωπίζοντας τους κακοήθεις δαίμονες του παρελθόντος μπορεί να οδηγήσει σε ίαση.
The protagonist battles her malignant demons throughout the novel.
Η πρωταγωνίστρια μάχεται τους κακοήθεις δαίμονές της σε όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος.
Αντώνυμα: καλοήθεις, ευεργετικός
Demon: