maloperation: Ουσιαστικό
/ˌmælˈɒpəˈreɪʃən/
Η λέξη "maloperation" αναφέρεται σε μια κακή ή εσφαλμένη χειρουργική διαδικασία ή γενικότερα σε οποιαδήποτε λειτουργία ή διαδικασία που δεν εκτελείται σωστά. Χρησιμοποιείται κυρίως στον ιατρικό τομέα. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά χαμηλή, καθώς είναι εξειδικευμένος όρος και χρησιμοποιείται περισσότερο σε ιατρικά ή τεχνικά κείμενα παρά στην καθημερινή ομιλία.
Ο ασθενής υπέστη από μια κακή λειτουργία που προκάλεσε σημαντικές επιπλοκές.
The surgeon was held accountable for the maloperation during the procedure.
Ο χειρούργος έφερε ευθύνη για την κακή λειτουργία κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.
Maloperation can lead to severe health risks in patients.
Η λέξη "maloperation" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες εκφράσεις που αναφέρονται σε εσφαλμένες διαδικασίες.
Ο κίνδυνος κακής λειτουργίας είναι πάντα ανησυχητικός σε πολύπλοκες επεμβάσεις.
"Preventing maloperation should be a priority for all medical professionals."
Η πρόληψη της κακής λειτουργίας θα πρέπει να είναι προτεραιότητα για όλους τους ιατρικούς επαγγελματίες.
"Maloperation can result in legal actions against medical staff."
Η κακή λειτουργία μπορεί να οδηγήσει σε νομικές ενέργειες κατά του ιατρικού προσωπικού.
"Monitoring for signs of maloperation is essential during procedures."
Η παρακολούθηση για σημάδια κακής λειτουργίας είναι απαραίτητη κατά τη διάρκεια των διαδικασιών.
"Educational programs are vital for minimizing the risk of maloperation."
Η λέξη "maloperation" προέρχεται από τη λατινική πρόθεση "mal-" που σημαίνει "κακός" και τη λέξη "operation", η οποία προέρχεται από το λατινικό "operatio", που σημαίνει "λειτουργία" ή "επέμβαση". Ο συνδυασμός τους δίνει την έννοια μιας "κακής λειτουργίας".
Συνώνυμα: - κακή παρέμβαση - εσφαλμένη λειτουργία
Αντώνυμα: - σωστή λειτουργία - επιτυχημένη χειρουργική επέμβαση