Ουσιαστικό
/mɔːlt wɜːrm/
Ο όρος malt-worm αναφέρεται συνήθως στα έντομα που επηρεάζουν και καταστρέφουν τη βύνη, η οποία είναι ζωτικής σημασίας στην παραγωγή μπύρας και άλλων αλκοολούχων ποτών. Χρησιμοποιείται κυρίως στη γλώσσα των ειδικών της ζυθοποίησης και του αγροτικού τομέα.
Η προσβολή από σκουλήκια της βύνης κατέστρεψε σοβαρά την καλλιέργεια.
Farmers need to be aware of malt-worms when planning their harvest.
Οι αγρότες πρέπει να είναι ενήμεροι για τα σκουλήκια της βύνης όταν προγραμματίζουν τη συγκομιδή τους.
Malt-worms can severely affect the quality of the grains.
Η λέξη malt-worm δεν είναι συνήθως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις ή φράσεις στην αγγλική γλώσσα. Η συγκεκριμένη λέξη σχετίζεται περισσότερο με τεχνικούς όρους και επιστημονικούς τομείς. Ωστόσο, μπορεί να παρατηρηθούν συνδυασμοί που σχετίζονται με τις βιομηχανίες γεωργίας ή ζυθοποίησης.
Το malt προέρχεται από την Παλαιά Αγγλική λέξη "mealt" που σημαίνει την επεξεργασία κριθαριού. Το worm έχει γερμανικές ρίζες, καταλήγοντας να χρησιμοποιείται στη σύγχρονη αγγλική γλώσσα για να περιγράψει έντομα που συμπεριφέρονται ως παράσιτα.
Συνώνυμα: - Pest (παράσιτο) - Infestation (προσβολή)
Αντώνυμα: - Protector (προστατευτής) - Beneficial organism (ωφέλιμο οργανισμός)