Ρήμα
/mæməˈtroʊf/
Μαμμότροφ
Η λέξη "mammotroph" αναφέρεται σε παράγοντες ή ουσίες που υποστηρίζουν την ανάπτυξη των μαστικών αδένων. Στη βιολογία και τη φαρμακολογία, αυτή η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει ουσίες που προάγουν ή ρυθμίζουν την παραγωγή γάλακτος ή την ανάπτυξη των ιστών που σχετίζονται με τη γαλουχία. Είναι ένας ειδικός όρος που δεν είναι πολύ συχνά χρησιμοποιούμενος, κυρίως σε επιστημονικά ή ιατρικά κείμενα.
Η χρήση του "mammotroph" είναι συνήθως περιορισμένη σε επιστημονικά συμφραζόμενα. Δεν χρησιμοποιείται πολύ στον καθημερινό λόγο, προτιμάται περισσότερο σε γραπτές φραχές και έγγραφα που σχετίζονται με τη βιολογία, την ιατρική ή την φαρμακολογία.
Η μελέτη επικεντρώθηκε στις επιδράσεις του μαμμότροφ στις γαλουχούσες θηλές.
Researchers found that certain hormones act as mammotrophs in the body.
Η λέξη "mammotroph" δεν χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς είναι ένα ειδικό επιστημονικό όρο. Ωστόσο, μπορεί να αναφερθεί σε φράσεις που περιγράφουν επιστημονικές διαδικασίες ή μελέτες:
Η κατανόηση του ρόλου των μαμμότροφων είναι κρίσιμη για τις εξελίξεις στη ζωοτεχνία.
The characterization of mammotrophic factors can provide insights into lactation biology.
Η λέξη "mammotroph" προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις "mamma" (μαμή) και "trophē" (τροφικό, τροφή). Αυτές οι ρίζες αναφέρονται στην ανατροφή ή ανάπτυξη που σχετίζεται με τον θηλασμό.
Συνώνυμα: - Lactogenic (λακτογόνος) - Galactopoietic (γαλακτοποιητικός)
Αντώνυμα: - Inhibitory (ανασταλτικός) - Suppressive (κατασταλτικός)