mammotroph - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

mammotroph (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/mæməˈtroʊf/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Μαμμότροφ

Σημασία της λέξης

Η λέξη "mammotroph" αναφέρεται σε παράγοντες ή ουσίες που υποστηρίζουν την ανάπτυξη των μαστικών αδένων. Στη βιολογία και τη φαρμακολογία, αυτή η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει ουσίες που προάγουν ή ρυθμίζουν την παραγωγή γάλακτος ή την ανάπτυξη των ιστών που σχετίζονται με τη γαλουχία. Είναι ένας ειδικός όρος που δεν είναι πολύ συχνά χρησιμοποιούμενος, κυρίως σε επιστημονικά ή ιατρικά κείμενα.

Χρήση στη γλώσσα

Η χρήση του "mammotroph" είναι συνήθως περιορισμένη σε επιστημονικά συμφραζόμενα. Δεν χρησιμοποιείται πολύ στον καθημερινό λόγο, προτιμάται περισσότερο σε γραπτές φραχές και έγγραφα που σχετίζονται με τη βιολογία, την ιατρική ή την φαρμακολογία.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The study focused on the effects of mammotroph on lactating mammals.
  2. Η μελέτη επικεντρώθηκε στις επιδράσεις του μαμμότροφ στις γαλουχούσες θηλές.

  3. Researchers found that certain hormones act as mammotrophs in the body.

  4. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ορισμένες ορμόνες δρουν ως μαμμότροφες στο σώμα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "mammotroph" δεν χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς είναι ένα ειδικό επιστημονικό όρο. Ωστόσο, μπορεί να αναφερθεί σε φράσεις που περιγράφουν επιστημονικές διαδικασίες ή μελέτες:

  1. Understanding the role of mammotrophs is crucial for advancements in veterinary science.
  2. Η κατανόηση του ρόλου των μαμμότροφων είναι κρίσιμη για τις εξελίξεις στη ζωοτεχνία.

  3. The characterization of mammotrophic factors can provide insights into lactation biology.

  4. Η χαρακτηριστικοποίηση των μαμμοτροφικών παραγόντων μπορεί να προσφέρει γνώσεις στη βιολογία της γαλουχίας.

Ετυμολογία

Η λέξη "mammotroph" προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις "mamma" (μαμή) και "trophē" (τροφικό, τροφή). Αυτές οι ρίζες αναφέρονται στην ανατροφή ή ανάπτυξη που σχετίζεται με τον θηλασμό.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Lactogenic (λακτογόνος) - Galactopoietic (γαλακτοποιητικός)

Αντώνυμα: - Inhibitory (ανασταλτικός) - Suppressive (κατασταλτικός)



25-07-2024