Ουσιαστικό
/'mænɪdʒ/
Φωνητική μεταγραφή στα ελληνικά: μάνιτζ
Οι σημασίες της λέξης "manage" περιλαμβάνουν τον έλεγχο, τη διοίκηση ή την επίβλεψη μιας κατάστασης, μιας ομάδας ανθρώπων ή μιας επιχείρησης. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο. Συχνά χρησιμοποιείται στα επαγγελματικά πλαίσια για να περιγράψει δραστηριότητες ή εργασίες διαχείρισης.
Μερικές από τις μορφές του ρήματος "manage" στις διάφορες χρονικές μορφές είναι οι ακόλουθες: - Ενεστώτας: manage - Παρατατικός: managing - Αόριστος: managed - Απαρέμφατο: to manage - Μέλλοντας: will manage - Προστακτική: manage!
She can manage the entire project on her own.
Μπορεί να διαχειριστεί ολόκληρο το έργο μόνη της.
The team needs someone to manage their schedule efficiently.
Η ομάδα χρειάζεται κάποιον να διαχειριστεί αποτελεσματικά το πρόγραμμά τους.
Η λέξη "manage" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
1. Manage to do something: Καταφέρνω να κάνω κάτι.
- I managed to finish all my work before the deadline.
Κατάφερα να τελειώσω όλη μου τη δουλειά πριν την προθεσμία.
I can't manage without my morning coffee.
Δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα χωρίς τον πρωινό μου καφέ.
Manage one's time/money (well): Διαχειρίζομαι τον χρόνο/τα χρήματά μου (καλά).
Η λέξη "manage" προέρχεται από τα μέσα του 16ου αιώνα, από τα αγγλικά "manège" που σημαίνει "έλεγχος, διευθέτηση".
Συνώνυμα:
- Handle
- Control
- Direct
Αντώνυμα:
- Mismanage
- Neglect