Manageability είναι ένα ουσιαστικό.
/məˈnædʒə.bɪl.ɪ.ti/
Manageability αναφέρεται στην ικανότητα ή την ευκολία με την οποία κάτι μπορεί να διαχειριστεί ή να ελεγχθεί. Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε περιβάλλοντα όπως η διοίκηση, η πληροφορική και η επιχειρηματικότητα. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε επαγγελματικές συζητήσεις ή παρουσιάσεις.
Η διαχειρισιμότητα του έργου ήταν ανησυχία για την ομάδα.
Improved manageability of resources leads to better outcomes.
Η διαχειρισιμότητα του φόρτου εργασίας μπορεί να επηρεάσει το ηθικό των υπαλλήλων.
With proper planning, the manageability of the events can be improved significantly.
Με σωστό προγραμματισμό, η διαχειρισιμότητα των εκδηλώσεων μπορεί να βελτιωθεί σημαντικά.
We have to assess the manageability of our tasks before assigning them.
Πρέπει να αξιολογήσουμε τη διαχειρισιμότητα των καθηκόντων μας πριν τα αναθέσουμε.
The test results showed a clear manageability of the new system.
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα "manage", το οποίο από μόνο του έχει λατινικές ρίζες (manu agere - να κινείς με το χέρι). Η προσθήκη του επιθηματικού -ability υποδηλώνει την ικανότητα ή δυνατότητα.
Συνώνυμα: - Manageableness - Control - Supervision
Αντώνυμα: - Unmanageable - Chaotic
Αυτή η δομή παρέχει μια ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "manageability", συμπεριλαμβάνοντας τη σημασία, τη χρήση, και τα ιδιωματικά της παραδείγματα.