Mannosidosis: ουσιαστικό
/ˌmænəˈsoʊdɪsɪs/
Η mannosidosis αναφέρεται σε σπάνια κληρονομική μεταβολική διαταραχή που προκαλείται από την ανεπάρκεια του ενζύμου μαννοσιδάσης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την συσσώρευση μαννοσιδικών υλικών στον οργανισμό, οδηγώντας σε διάφορα συμπτώματα και προβλήματα.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στον ιατρικό και επιστημονικό λόγο, ιδίως σε κείμενα που αναφέρονται σε γενετικές και μεταβολικές διαταραχές. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο.
"Η μαννοσίδωση είναι μια σπάνια διαταραχή αποθήκευσης λυσοσωμάτων."
"Patients with mannosidosis may experience developmental delays."
Η λέξη «mannosidosis» δεν είναι συνηθισμένη στην καθημερινή ομιλία και δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες ιατρικές ή επιστημονικές λέξεις όταν γίνεται λόγος για γενετικές διαταραχές.
Η λέξη προέρχεται από την ελληνική λέξη "mannose" (μαννόζη), που είναι ένας τύπος σακχάρου, και από το ελληνικό "-sidosis" που δείχνει μία κατάσταση ή νόσο.
Συνώνυμα: - Lysosomal storage disorder (διαταραχή αποθήκευσης λυσοσωμάτων)
Αντώνυμα: - Υγιής κατασκευή (healthy condition) - δεν υπάρχουν ακριβή αντίθετα, καθώς η μαννοσίδωση είναι συγκεκριμένη ιατρική κατάσταση.
Η mannosidosis είναι μια εξειδικευμένη ιατρική όρος που συνδέεται με συγκεκριμένες διαταραχές και χρησιμοποιείται κυρίως σε συγκεκριμένα επιστημονικά ή ιατρικά πλαίσια.