Mansard roof: ουσιαστικό (noun)
/ˈmænsərd ruːf/
Η μανσερντ στέγη είναι ένας τύπος στέγης που χαρακτηρίζεται από δύο κλίσεις, όπου η κάτω πλευρά είναι πιο απότομη από την άνω πλευρά. Αυτός ο σχεδιασμός επιτρέπει την αξιοποίηση του χώρου κάτω από τη στέγη ως κατοικήσιμου. Είναι δημοφιλής στην αρχιτεκτονική, ειδικότερα στη γαλλική αρχιτεκτονική του 17ου και 18ου αιώνα.
Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή σε γραπτές περιγραφές αρχιτεκτονικών σχεδίων και στοιχείων, παρόλο που μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικό λόγο, κυρίως από αρχιτέκτονες ή σχεδιαστές.
Απόφαση να μετατρέψει την σοφίτα σε κατοικήσιμο χώρο με μανσερντ στέγη.
The old building features a beautiful mansard roof adorned with intricate detailing.
Το παλιό κτίριο διαθέτει μία όμορφη μανσερντ στέγη διακοσμημένη με περίπλοκες λεπτομέρειες.
Architects often use a mansard roof to maximize the usable area of a house.
Η "mansard roof" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν κάποιες σχετικές φράσεις που συνδέονται με την αρχιτεκτονική:
Όταν προσέθεσαν μια νέα μανσερντ στέγη στο χώρο του πάρτυ, πραγματικά "σήκωσαν" την ατμόσφαιρα.
"Under one roof" (σημαίνει όλοι σε ένα μέρος): The conference brought together experts under one mansard roof.
Το συνέδριο συγκέντρωσε ειδικούς κάτω από μια μανσερντ στέγη.
"To have a roof over one’s head" (σημαίνει να έχεις στέγη): After building his new house with a mansard roof, he finally felt he had a roof over his head.
Η λέξη "mansard" προέρχεται από το όνομα του Γάλλου αρχιτέκτονα François Mansart, ο οποίος popularized αυτό το είδος στέγης το 17ο αιώνα. Η στέγη αυτή σχεδιάστηκε για να αξιοποιεί καλύτερα τον χώρο κάτω από τη στέγη.
Συνώνυμα: - Roof with a double slope - Hip roof (σε μερικές περιπτώσεις, αν και υπήρχε διαφορά στην κλίση)
Αντώνυμα: - Flat roof - Gable roof