Η φράση "marginal wage" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - "οριακός μισθός" - "παραπληρωμή"
Η φράση "marginal wage" αποτελείται από δύο λέξεις: 1. Marginal: - Είναι επίθετο (adjective) και χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι που σχετίζεται με ένα μικρό ή περιορισμένο ποσό ή επίπεδο. - Στα οικονομικά, η λέξη “marginal” συχνά χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε αλλαγές που συμβαίνουν ως αποτέλεσμα προσθήκης ή αφαίρεσης ενός επιπλέον στοιχείου, όπως στα "marginal costs" (οριακό κόστος) και "marginal utility" (οριακή χρησιμότητα).
Στην οικονομική θεωρία, ο "marginal wage" αναφέρεται στον επιπλέον μισθό που πληρώνεται για την προσθήκη μιας επιπλέον μονάδας εργασίας. Χρήζεται για να εξεταστεί η αξία που προσθέτει η εργασία στην παραγωγή και πώς οι εταιρείες υπηρετούν τις ανάγκες της αγοράς με βάση το κόστος της εργασίας.
Ο όρος "marginal wage" χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικά και επιχειρηματικά κείμενα, καθώς και σε ακαδημαϊκά άρθρα που σχετίζονται με την εργασιακή οικονομία. Η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια, με πιο εκτενή χρήση σε οικονομικές ανεξεταστέες περιπτώσεις.
Η φράση "marginal wage" χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο, όπως σε άρθρα, βιβλία και ερευνητικές δημοσιεύσεις. Είναι λιγότερο συνηθισμένη σε προφορικό λόγο, εκτός του πλαισίου όπου συζητούνται οικονομικές ή εργασιακές θεωρίες.
"Η εταιρεία αποφάσισε να αυξήσει τον οριακό μισθό για τους μερικής απασχόλησης εργαζόμενους ώστε να προσελκύσει περισσότερους εργάτες."
"Understanding marginal wage helps businesses adjust their payroll expenses effectively."
Η λέξη "marginal" προέρχεται από τη λατινική λέξη "marginalis," που σημαίνει "σχετικά με την άκρη." Συνδέεται με την έννοια της περιθωριοποίησης ή της πληρωμής που σχετίζεται με την προσθήκη μιας επιπλέον μονάδας. Η λέξη "wage" έχει τις ρίζες της στη γαλλική λέξη "wagier" και τη γερμανική λέξη "wägen," που σημαίνουν "να πληρώσεις ή να δώσεις." Σαφώς και οι δύο λέξεις έχουν οικονομικο-κοινωνικές συνδηλώσεις που σχετίζονται με την αποζημίωση και τη δυναμική της αγοράς εργασίας.