marginal wage - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

marginal wage (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Ανάλυση της φράσης "marginal wage"

Πιθανές επιλογές μετάφρασης στα Ελληνικά

Η φράση "marginal wage" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - "οριακός μισθός" - "παραπληρωμή"

Ποια μέρη του λόγου μπορεί να είναι η λέξη στα Αγγλικά

Η φράση "marginal wage" αποτελείται από δύο λέξεις: 1. Marginal: - Είναι επίθετο (adjective) και χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι που σχετίζεται με ένα μικρό ή περιορισμένο ποσό ή επίπεδο. - Στα οικονομικά, η λέξη “marginal” συχνά χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε αλλαγές που συμβαίνουν ως αποτέλεσμα προσθήκης ή αφαίρεσης ενός επιπλέον στοιχείου, όπως στα "marginal costs" (οριακό κόστος) και "marginal utility" (οριακή χρησιμότητα).

  1. Wage:
  2. Είναι ουσιαστικό (noun) που αναφέρεται σε μια αποζημίωση ή μισθό που πληρώνεται σε εργαζόμενο για την εργασία του, συνήθως σε συχνότητα (π.χ. εβδομαδιαία, μηνιαία).
  3. Μπορεί να έχει ποικίλες μορφές, όπως οι κατώτατοι μισθοί, οι μισθοί με βάση την παραγωγικότητα και οι μισθοί ανά ώρα.

Πώς χρησιμοποιείται η λέξη στα Αγγλικά

Στην οικονομική θεωρία, ο "marginal wage" αναφέρεται στον επιπλέον μισθό που πληρώνεται για την προσθήκη μιας επιπλέον μονάδας εργασίας. Χρήζεται για να εξεταστεί η αξία που προσθέτει η εργασία στην παραγωγή και πώς οι εταιρείες υπηρετούν τις ανάγκες της αγοράς με βάση το κόστος της εργασίας.

Συχνότητα χρήσης

Ο όρος "marginal wage" χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικά και επιχειρηματικά κείμενα, καθώς και σε ακαδημαϊκά άρθρα που σχετίζονται με την εργασιακή οικονομία. Η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια, με πιο εκτενή χρήση σε οικονομικές ανεξεταστέες περιπτώσεις.

Χρησιμοποιείται σε προφορικό ή γραπτό λόγο

Η φράση "marginal wage" χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο, όπως σε άρθρα, βιβλία και ερευνητικές δημοσιεύσεις. Είναι λιγότερο συνηθισμένη σε προφορικό λόγο, εκτός του πλαισίου όπου συζητούνται οικονομικές ή εργασιακές θεωρίες.

Παραδείγματα χρήσης στα Αγγλικά

  1. "The company decided to increase the marginal wage for part-time employees to attract more workers."
  2. "Η εταιρεία αποφάσισε να αυξήσει τον οριακό μισθό για τους μερικής απασχόλησης εργαζόμενους ώστε να προσελκύσει περισσότερους εργάτες."

  3. "Understanding marginal wage helps businesses adjust their payroll expenses effectively."

  4. "Η κατανόηση του οριακού μισθού βοηθά τις επιχειρήσεις να προσαρμόσουν αποτελεσματικά τα έξοδα μισθοδοσίας τους."

Ετυμολογία

Η λέξη "marginal" προέρχεται από τη λατινική λέξη "marginalis," που σημαίνει "σχετικά με την άκρη." Συνδέεται με την έννοια της περιθωριοποίησης ή της πληρωμής που σχετίζεται με την προσθήκη μιας επιπλέον μονάδας. Η λέξη "wage" έχει τις ρίζες της στη γαλλική λέξη "wagier" και τη γερμανική λέξη "wägen," που σημαίνουν "να πληρώσεις ή να δώσεις." Σαφώς και οι δύο λέξεις έχουν οικονομικο-κοινωνικές συνδηλώσεις που σχετίζονται με την αποζημίωση και τη δυναμική της αγοράς εργασίας.