Το "marginate" είναι ρήμα.
/mɑːr.dʒɪ.neɪt/
Η λέξη "marginate" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία του να τοποθετήσει κάτι σε περιθώριο ή σε περιφερειακή θέση. Στη γραπτή γλώσσα και στην επιστημονική γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται στη διαδικασία θέσης ή περιθωριοποίησης ενός θέματος ή ιδέας. Ως λέξη είναι περισσότερο συνηθισμένη σε ακαδημαϊκά ή επίσημα κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Η νέα πολιτική θα περιθωριοποιήσει τις φωνές των νεότερων υπαλλήλων.
We need to marginate this issue if we want to resolve it effectively.
Χρειαζόμαστε να τοποθετήσουμε αυτό το θέμα σε περιθώριο αν θέλουμε να το επιλύσουμε αποτελεσματικά.
By choosing to marginate their opinions, they missed out on valuable feedback.
Η λέξη "marginate" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδεθεί με την έννοια της περιθωριοποίησης ή της απομόνωσης.
Σε πολλές συζητήσεις, ορισμένα θέματα περιθωριοποιούνται από πιο κυρίαρχες φωνές.
"It's sad to see how creativity can be marginate in strict corporate environments."
Είναι λυπηρό να βλέπουμε πώς η δημιουργικότητα μπορεί να περιθωριοποιείται σε αυστηρά εταιρικά περιβάλλοντα.
"When ideas are marginate, innovation tends to stagnate."
Η λέξη "marginate" προέρχεται από τη λατινική λέξη "marginalis", που σημαίνει "περιθωριακός", και αυτή προέρχεται από τη λέξη "margo", που σημαίνει "περιθώριο".