Ο όρος "maritime provinces" είναι ένα ουσιαστικό.
[ˈmɛrəˌtaɪm ˈprɒvɪnsɪz]
Ο όρος "maritime provinces" αναφέρεται σε θαλάσσιες επαρχίες, ειδικά στον Καναδά, όπου κατατάσσονται οι επαρχίες του Νέου Μπράνσγουικ, της Νέας Σκωτίας και της Πρίγκιπισσας Ελένης. Χρησιμοποιείται κυρίως για να υποδηλώσει περιοχές που έχουν στενές σχέσεις με τη θάλασσα, ιδίως σε όρους ναυτικής οικονομίας και πολιτισμού.
"The maritime provinces of Canada are known for their unique culture."
"Οι ναυτικές επαρχίες του Καναδά είναι γνωστές για τον μοναδικό τους πολιτισμό."
"Many tourists visit the maritime provinces for their beautiful coastlines."
"Πολλοί τουρίστες επισκέπτονται τις ναυτικές επαρχίες λόγω των όμορφων ακτών τους."
"Fishing is a key industry in the maritime provinces."
"Η αλιεία είναι μια βασική βιομηχανία στις ναυτικές επαρχίες."
Ο όρος "maritime" μπορεί να ενσωματωθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη θάλασσα.
"To navigate the maritime landscape." "Να πλοηγηθείς στο θαλάσσιο τοπίο."
"The maritime industry plays a significant role in the economy." "Η ναυτική βιομηχανία παίζει σημαντικό ρόλο στην οικονομία."
"We sailed through the maritime routes of history." "Πλεύσαμε μέσα από τις θαλάσσιες οδούς της ιστορίας."
"Maritime law governs disputes on the open sea." "Το ναυτικό δίκαιο διέπει τις διαφορές στη ανοιχτή θάλασσα."
Ο όρος "maritime" προέρχεται από τη λατινική λέξη "maritimus," που σημαίνει "θαλάσσιος" ή "σχετικός με τη θάλασσα." Η λέξη "province" προέρχεται από το λατινικό "provincia," που αναφερόταν σε μια περιοχή που διοικείτο από έναν κυβερνήτη.
Αυτή η προσέγγιση στο θέμα προσφέρει μια ολοκληρωμένη κατανόηση του όρου "maritime provinces" στον αγγλικό λόγο.