Η φράση "market price" είναι ουσιαστική φράση.
Phonetic transcription: /ˈmɑrkɪt praɪs/
Η φράση "market price" αναφέρεται στην τρέχουσα τιμή στην αγορά για ένα συγκεκριμένο αγαθό ή υπηρεσία, η οποία καθορίζεται από τη σύσταση και ζήτηση. Η έννοια της τιμής αγοράς χρησιμοποιείται συχνά στη χρηματοοικονομική και οικονομική ανάλυση καθώς και σε πωλήσεις. Η φράση είναι πολύ συχνή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
The market price of oil has increased significantly over the past year.
(Η τιμή αγοράς του πετρελαίου έχει αυξηθεί σημαντικά το περασμένο έτος.)
To determine the market price, we need to analyze the current demand and supply.
(Για να προσδιορίσουμε την τιμή αγοράς, πρέπει να αναλύσουμε την τρέχουσα ζήτηση και προσφορά.)
Investors often look at the market price of stocks before making decisions.
(Οι επενδυτές συχνά παρακολουθούν την τιμή αγοράς των μετοχών πριν πάρουν αποφάσεις.)
Η φράση "market price" μπορεί να βρεθεί και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και χρήση σε οικονομικό ή επιχειρηματικό πλαίσιο.
Buying this car below market price is a great deal.
(Η αγορά αυτού του αυτοκινήτου κάτω από την τιμή αγοράς είναι μια σπουδαία ευκαιρία.)
"At market price" - When a product is sold for its current market rate.
(Στην τιμή αγοράς.)
We are selling the property at market price to attract buyers.
(Πουλάμε την ιδιοκτησία στην τιμή αγοράς για να προσελκύσουμε αγοραστές.)
"Market price fluctuation" - Refers to the changes in the market price over time.
(Διακυμάνσεις της τιμής αγοράς.)
Η φράση "market price" είναι σύνθετη, προερχόμενη από την αγγλική λέξη "market" που σημαίνει "αγορά" (προερχόμενη από το λατινικό "mercatus") και τη λέξη "price" που σημαίνει "τιμή" (από την γαλλική "pris", που προέρχεται από το λατινικό "pretium").
Συνώνυμα:
- Selling price (τιμή πώλησης)
- Current price (τρέχουσα τιμή)
Αντώνυμα:
- Cost price (τιμή κόστους)
- Under market value (κάτω από την αγοραία αξία)