Η φράση "market supply" συνίσταται από δύο λέξεις: 1. Market (ουσιαστικό): - Ορισμός: Το μέρος ή η διαδικασία όπου πραγματοποιούνται οι αγοραπωλησίες αγαθών και υπηρεσιών. - Χρήσεις: Χρησιμοποιείται σε οικονομικά, επιχειρηματικά και κοινωνικά συμφραζόμενα. Μπορεί να αναφέρεται σε συγκεκριμένες αγορές (π.χ. "financial market") ή πιο γενικά στην έννοια της αγοράς.
Η φράση "market supply" χρησιμοποιείται συνήθως σε οικονομικά και επιχειρηματικά συμφραζόμενα για να περιγράψει τη συνολική διαθέσιμη ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών που προσφέρονται σε μια συγκεκριμένη αγορά. Σημαίνει την προσφορά που διατίθεται από τους παραγωγούς και πωλητές σε ανταγωνιστικές τιμές.
Η φράση "market supply" είναι σχετικά συχνά χρησιμοποιούμενη στις οικονομικές επιστήμες και τη βιβλιογραφία που σχετίζεται με τις αγορές. Παράγεται σε συζητήσεις για την προσφορά, τη ζήτηση και την ισορροπία αγοράς.
Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο, όπως σε ερευνητικά κείμενα, οικονομικές αναλύσεις και επιχειρηματικά έγγραφα, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις που αφορούν την οικονομία.
Οι λέξεις που συνθέτουν τη φράση "market" και "supply" έχουν τις εξής ρίζες: - Market: Προέρχεται από τη λατινική λέξη "mercatus", που σημαίνει "αγορά" ή "εμπόριο", και από το γαλλικό "marche" που σημαίνει "αγορά". - Supply: Προέρχεται από τη γαλλική λέξη "supply", που προήλθε από τη λατινική λέξη "suplicare", που σημαίνει "να παρέχω" ή "να προμηθεύω", συνδυαζόμενο με "sup" (πάνω) και "plicare" (να διπλώνω).
Αυτή η ανάλυση εστιάζει στη φράση "market supply" και εξηγεί τη χρήση της στα Αγγλικά και την αντίστοιχη ελληνική μετάφραση.