market supply - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

market supply (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Ανάλυση της φράσης "market supply"

Πιθανές μεταφράσεις στα Ελληνικά

Ποιο μέρος του λόγου μπορεί να είναι η λέξη στα Αγγλικά;

Η φράση "market supply" συνίσταται από δύο λέξεις: 1. Market (ουσιαστικό): - Ορισμός: Το μέρος ή η διαδικασία όπου πραγματοποιούνται οι αγοραπωλησίες αγαθών και υπηρεσιών. - Χρήσεις: Χρησιμοποιείται σε οικονομικά, επιχειρηματικά και κοινωνικά συμφραζόμενα. Μπορεί να αναφέρεται σε συγκεκριμένες αγορές (π.χ. "financial market") ή πιο γενικά στην έννοια της αγοράς.

  1. Supply (ουσιαστικό/ρήμα):
  2. Ορισμός: Η ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών που είναι διαθέσιμες για αγορά σε μια δεδομένη αγορά.
  3. Χρήσεις ως ουσιαστικό: Αναφέρεται συχνά στα αγαθά που προσφέρονται π.χ. "The supply of goods is increasing." (Η προσφορά αγαθών αυξάνεται).
  4. Χρήσεις ως ρήμα: Αναφέρεται στη διαδικασία παροχής ή προμήθειας, π.χ. "to supply customers with products" (να παρέχει στους πελάτες προϊόντα).

Πώς χρησιμοποιείται η λέξη στα Αγγλικά;

Η φράση "market supply" χρησιμοποιείται συνήθως σε οικονομικά και επιχειρηματικά συμφραζόμενα για να περιγράψει τη συνολική διαθέσιμη ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών που προσφέρονται σε μια συγκεκριμένη αγορά. Σημαίνει την προσφορά που διατίθεται από τους παραγωγούς και πωλητές σε ανταγωνιστικές τιμές.

Συχνότητα χρήσης

Η φράση "market supply" είναι σχετικά συχνά χρησιμοποιούμενη στις οικονομικές επιστήμες και τη βιβλιογραφία που σχετίζεται με τις αγορές. Παράγεται σε συζητήσεις για την προσφορά, τη ζήτηση και την ισορροπία αγοράς.

Χρήση σε προφορικό ή γραπτό λόγο

Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο, όπως σε ερευνητικά κείμενα, οικονομικές αναλύσεις και επιχειρηματικά έγγραφα, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις που αφορούν την οικονομία.

Παραδείγματα χρήσης στα Αγγλικά (με μετάφραση στα Ελληνικά)

Ετυμολογία

Οι λέξεις που συνθέτουν τη φράση "market" και "supply" έχουν τις εξής ρίζες: - Market: Προέρχεται από τη λατινική λέξη "mercatus", που σημαίνει "αγορά" ή "εμπόριο", και από το γαλλικό "marche" που σημαίνει "αγορά". - Supply: Προέρχεται από τη γαλλική λέξη "supply", που προήλθε από τη λατινική λέξη "suplicare", που σημαίνει "να παρέχω" ή "να προμηθεύω", συνδυαζόμενο με "sup" (πάνω) και "plicare" (να διπλώνω).

Αυτή η ανάλυση εστιάζει στη φράση "market supply" και εξηγεί τη χρήση της στα Αγγλικά και την αντίστοιχη ελληνική μετάφραση.