Ο όρος "marriage certificate" είναι ουσιαστικό.
/mærɪdʒ ˈsɜrtɪfɪkɪt/
Το "marriage certificate" αναφέρεται σε ένα επίσημο έγγραφο που αποδεικνύει ότι δύο άτομα είναι παντρεμένα. Συνήθως εκδίδεται από κυβερνητικές αρχές ή δημοτικές υπηρεσίες κατά την τελετή του γάμου. Χρησιμοποιείται σε διάφορες καταστάσεις, όπως για νομικές υποθέσεις, όπως η υποβολή φορολογικών δηλώσεων, η αίτηση για βίζα ή η αλλαγή ονόματος.
Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε νομικά και διοικητικά έγγραφα, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί στον προφορικό λόγο όταν αναφέρονται γάμοι ή νομικές διαδικασίες.
Το ζευγάρι παρουσίασε το πιστοποιητικό γάμου στις αρχές.
You need a copy of your marriage certificate to apply for a joint bank account.
Χρειάζεστε ένα αντίγραφο του πιστοποιητικού γάμου για να κάνετε αίτηση για κοινό λογαριασμό.
Her marriage certificate was required for the legal proceedings.
Ο όρος "marriage certificate" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδεθεί με ορισμένες φράσεις που σχετίζονται με τη σχέση και τη γαμήλια κατάσταση.
"Όλα όσα χρειάζεστε είναι αγάπη, αλλά ένα πιστοποιητικό γάμου βοηθά."
"They thought they could live happily ever after without a marriage certificate."
"Νόμιζαν ότι θα μπορούσαν να ζουν ευτυχισμένοι για πάντα χωρίς πιστοποιητικό γάμου."
"A marriage certificate solidifies the commitment."
"Ένα πιστοποιητικό γάμου εδραιώνει την δέσμευση."
"Many people prefer a wedding ceremony over just a marriage certificate."
Η λέξη "marriage" προέρχεται από το Αρχαίο Γαλλικό "mariage", που σημαίνει "γάμος", ενώ η λέξη "certificate" προέρχεται από το Λατινικό "certificatum", που σημαίνει "να επιβεβαιώσω".