Marsh-beet είναι ένα ουσιαστικό.
/ˈmɑːrʃ biːt/
Το "marsh-beet" αναφέρεται συνήθως σε ένα είδος φυτού ή ρίζας που αναπτύσσεται σε βαλτώδεις περιοχές και χρησιμοποιείται κυρίως ως τροφή. Στο γενικότερο πλαίσιο, αναφέρεται σε φυτά που ευδοκιμούν σε ελώδεις περιοχές. Χρησιμοποιείται σε φυτολογία και γεωργία. Αν και δεν είναι πολύ συχνό στη σύγχρονη γλώσσα, μπορεί να συναντηθεί περισσότερο σε γραπτά κείμενα ή επιστημονικά άρθρα παρά στον προφορικό λόγο.
Η βρώσιμη αλμυρή ρίζα είναι γνωστή για τη μοναδική της γεύση σε μερικές κουζίνες.
Farmers often cultivate marsh-beet in wetland areas for better yield.
Οι αγρότες καλλιεργούν συχνά βρώσιμες αλμυρές ρίζες σε ελώδεις περιοχές για καλύτερη απόδοση.
Marsh-beet can be harvested in late summer when it’s fully grown.
Το "marsh-beet" δεν είναι κοινά χρησιμοποιούμενο σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να αναδειχθεί σε ειδικά συμφραζόμενα που σχετίζονται με το περιβάλλον ή τη φυτολογία.
Η λέξη "marsh-beet" προέρχεται από τη λέξη "marsh", που σημαίνει "βάλτος" ή "έλος", και το "beet", που αναφέρεται στα βολβοειδή φυτά (συνήθως παντζάρι). Έτσι, η έννοια αναφέρεται σε φυτά που μεγαλώνουν σε βαλτώδεις περιοχές.
Συνώνυμα: - Marsh plant (φυτό ελώδους περιοχής) - Wetland vegetable (λαχανικό βάλτου)
Αντώνυμα: - Dry land plant (φυτό ξηράς) - Upland vegetable (λαχανικό ορεινής περιοχής)