Mashed είναι μια μετοχή (past participle) που προέρχεται από το ρήμα mash.
/mæʃt/
Η λέξη mashed χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει κάτι που έχει συνθλιβεί ή πολτοποιηθεί, όπως οι πατάτες. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με συχνότερη χρήση σε φαγητολογικά συμφραζόμενα και συνταγές. Η λέξη μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορα πλαίσια, κυρίως σε συζητήσεις που σχετίζονται με το φαγητό.
Οι πολτοποιημένες πατάτες ήταν κρεμώδεις και νόστιμες.
She served mashed vegetables as a side dish.
Σέρβιρε πολτοποιημένα λαχανικά ως συνοδευτικό πιάτο.
I prefer my avocado mashed on toast.
Η λέξη mashed περιλαμβάνεται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως που αφορούν την κατάσταση ή τα συναισθήματα.
Ήταν τόσο κουρασμένος μετά την προπόνηση που ένιωσε εντελώς φωτογραφημένος.
After studying all night, my brain feels mashed.
Μετά τον διάβασμα όλη τη νύχτα, το μυαλό μου νιώθει πολτοποιημένο.
Don't get mashed at the party tonight; it’s important to stay clear-headed.
Μην γίνεις πολτοποιημένος στο πάρτι απόψε, είναι σημαντικό να παραμείνεις καθαρός.
The car was mashed after the accident.
Το αυτοκίνητο ήταν πολτοποιημένο μετά το ατύχημα.
He mashed up his schedule with too many activities.
Η λέξη mash προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη mæscan, που σημαίνει "να συνθλίβεις". Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε φαγητολογικό πλαίσιο και ηλεκτρονικά παιχνίδια, καθώς και σε διάφορες δημιουργικές μεθόδους παρασκευής τροφίμων.
Συνώνυμα: - Pureed (πουρέ) - Crushed (συνθλιμμένος)
Αντώνυμα: - Whole (ολόκληρος) - Unmash (μη συνθλιμμένος)